Φιλοξενία και πρακτικές υποδοχής του ξένου

Ελένη Καμπούρη

Ναοί, εκκλησίες, πρεσβείες, είσοδοι σπιτιών, αυλές, αεροδρόμια, σταθμοί, λιμάνια, ξενοδοχεία, κλινικές: οι χώροι υποδοχής των ξένων αποτέλεσαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και κουλτούρες περάσματα - τόπους συνάντησης αλλά και διαχωρισμού - μεταξύ του εντός και του εκτός της κοινότητας. Τόσο η φιλοξενία όσο και η υποδοχή δεν μπορούν παρά να εγγράφονται σε τέτοιου είδους περάσματα, σε εύθραυστες και σύντομες συναντήσεις, όπου διασταυρώνονται άτομα των οποίων οι ταυτότητες μένουν προσωρινά μετέωρες, χωρίς δηλαδή οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ τους να έχουν καθοριστεί ακόμα. Στην έννοια της φιλοξενίας, όμως, εμπεριέχεται και ένα παράδοξο που ο Ντεριντά προσπάθησε να αποτυπώσει με τον όρο hostipitalite: ενώ από την μια πλευρά βασίζεται στο άνοιγμα στην ετερότητα και την αρμονική συνύπαρξη ατόμων με διαφορετικές ταυτότητες (hospitalite), από την άλλη προϋποθέτει και την έντονη εναντίωση που μπορεί να φτάσει στα όρια της ακραίας βίας (hostilite). Σήμερα αυτό το παράδοξο παίρνει συγκεκριμένη μορφή: η έννοια της φιλοξενίας άνευ νομικής ή θεσμικής διαμεσολάβησης περιορίζεται στον χώρο του ιδιωτικού, στις ιδιότυπες δηλαδή τελετουργίες και συνήθειες εντός του κλειστού χώρου του σπιτιού ή σε έκτακτες περιπτώσεις (όπως για παράδειγμα σε περιόδους γιορτών στις μεγαλουπόλεις), ενώ η υποδοχή καθορίζεται πλέον από το κράτος, αποκτώντας τον χαρακτήρα νομικο-πολιτικού δικαιώματος που προσφέρεται επιλεκτικά ανάλογα με την ταυτότητα του ξένου.

Σύγχρονες πρακτικές υποδοχής

Παρά την παραδοσιακή προσήλωση, λοιπόν, στο φολκλόρ της φιλοξενίας, οι σύγχρονες πρακτικές υποδοχής των ξένων δεν οδηγούν προς το άνοιγμα στην ετερότητα αλλά συγκλίνουν προς έναν ιδιότυπο αποκλεισμό που βασίζεται στην προσωρινότητα και την ρευστότητα των ορίων και των ταυτοτήτων. Το γεγονός; αυτό γίνεται φανερό σήμερα από τον πολλαπλασιασμό των κέντρων κράτησης αλλοδαπών, που εμφανίζονται και εξαφανίζονται ανάλογα με προσωρινές και επιμέρους ανάγκες. Τοποθετημένα κοντά στα σημεία εισόδου στις εθνικές επικράτειες, αλλά και στα περίχωρα των αστικών κέντρων, τα κέντρα αυτά παίρνουν την μορφή προχειροφτιαγμένων κατασκευών, που γρήγορα μπορούν να εκκενωθούν, ή να μετακινηθούν. Στην Ευρώπη η γεωγραφική αυτή μετατόπιση γίνεται μια «πιο οικονομική» στρατηγική ελέγχου: από το εσωτερικό των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών τα κέντρα αυτά μετακινούνται στις νεοεισερχόμενες Ανατολικοευρωπαϊκές επικράτειες και την Βόρεια Αφρική. Για τον λόγο αυτό, η χαρτογράφηση τους πρέπει διαρκώς να ανανεώνεται. Παράλληλα με τα κέντρα κράτησης, στις περισσότερες Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, που έχουν αφομοιώσει τα ανθρωπιστικά διδάγματα, λειτουργούν από καιρό «κέντρα υποδοχής» μεταναστών και προσφύγων, που έχουν σχεδιαστεί ούτως ώστε να πληρούν τους βασικούς ανθρωπιστικούς κανόνες ως προς τις συνθήκες κράτησης και υγιεινής. Εκεί το πρόβλημα αναδεικνύεται πιο ξεκάθαρα ως το ίδιο γεγονός του ελέγχου. Σκοπός τόσο της «κράτησης» όσο και της «υποδοχής» δεν είναι να εμποδίσουν ή να διευκολύνουν την είσοδο του συνόλου του μεταναστευτικού πληθυσμό, αλλά να στεγάσουν το πλήθος των ανώνυμων ξένων προσωρινά προκειμένου να καταγράφουν και να κατηγοριοποιηθούν προτού εισέλθουν (σαν νόμιμοι ή παράνομοι) ή να απελαθούν (νόμιμα ή παράνομα). Πρόκειται δηλαδή για χώρους μετάβασης από όπου το απρόσωπο «απειλητικό» μεταναστευτικό υποκείμενο μπορεί να τοποθετηθεί εντός των κατηγοριοποιήσεων που συνιστούν τις αναγνωρίσιμες ταυτότητες, ανάλογα με το γένος, τη φυλή, την ηλικία, την μόρφωση, την θρησκεία

Παρόλο, λοιπόν, που η βασική απειλή για την ασφάλεια της κοινότητας δεν είναι ο ξένος εν γένει (ο τουρισμός και τα επαγγελματικά ταξίδια αλλοδαπών είναι δείγμα ευημερίας) αλλά ο ανώνυμος μετανάστης (ο λαθρομετανάστης), η κατηγοριοποίηση που συντελείται με την έξοδο από τους μεταβατικούς αυτούς χώρους δεν έχει χαρακτήρα μόνιμο αλλά αναπροσδιορίζεται διαρκώς. Ο «εγκλεισμός» δεν μπορεί να λειτουργεί σαν αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης των μεταναστών: τα όρια μεταξύ ταξιδιώτη, τουρίστα, μετανάστη και πρόσφυγα παραμένουν ρευστά ακόμα και μετά την έξοδο από τον χώρο μετάβασης, καθώς η αναγνώριση είναι κατά κανόνα προσωρινή. Ο ξένος δεν καθορίζεται μονομιάς αλλά είτε αναλαμβάνει να παίξει, είτε υποχρεούται να υιοθετήσει διαφορετικούς ρόλους κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην κοινότητα.

Οι αντιφάσεις των πολιτικών για τη μετανάστευση

Στο σημείο αυτό εισέρχεται και μια σημαντική παράμετρος του «ελέγχου» που συσχετίζεται άμεσα με την διαμόρφωση των εθνικών κρατών και κοινοτήτων. Οι μεταναστευτικές ομάδες, μέσα στην πολυπλοκότητα τους, δεν αποτελούν απλώς «απειλές» για τις εθνικές ομάδες. Οι εθνικές ομάδες ανοίγουν και κλείνουν τα όρια τους σε ορισμένες περιπτώσεις για να συμπεριλάβουν, να αφομοιώσουν και να ενσωματώσουν, ενώ σε άλλες για να αποκλείσουν και να εκδιώξουν τον ξένο. Όπως υποστηρίζει και ο Μπαλιμπάρ, ο νέο-εθνικισμός εγγράφεται τόσο στις ανθρωπιστικές πρακτικές, κατανόησης των μεταναστών ως θύματα που πρέπει να προστατευτούν, όσο και στις ξενοφοβικές αντιδράσεις αποκλεισμού των «λαθρομεταναστών». Παράλληλα ο νέο-ρατσισμός καθορίζεται τόσο από την εξιδανικευμένη μουλτι-εθνικ εικόνα των σύγχρονών καταναλωτών, όσο και από την διάδοση αρνητικών στερεοτύπων για την εγγενή ή κοινωνική εγκληματικότητα. Στο επίπεδο της αισθητικής δε, η μίμηση των «εξωτικών» προτύπων συνυπάρχει με την απώθηση για το βρώμικο, μολυσμένο ξένο. Οι πολιτικές για τη μετανάστευση εμπεριέχουν αυτές τις αντιφάσεις, επιβάλλοντας όρια προσωρινά μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου, όρια που μπορούν διαρκώς να μεταβάλλονται. Η προσωρινότητα στις πολιτικές για την μετανάστευση νομιμοποιεί την διαρκή μετατόπιση των ορίων μεταξύ πολιτών και μεταναστών. Η εθνική κοινότητα μπορεί συγχρόνως να υποδέχεται «φιλόξενα» να ποθεί και να μιμείται σαν πρότυπα ταξιδιώτες, αλλά και ορισμένες κατηγορίες μεταναστών και προσφύγων που χρήζουν της προστασίας και των φώτων της, και να αποκλείει, να κακομεταχειρίζεται χωρίς αναστολές και χωρίς νόμιμους ή κοινωνικούς περιορισμούς άλλους (ή και τους ίδιους ανάλογα με τις περιστάσεις). Η κουλτούρα, η καταγωγή, η μόρφωση, το φύλο, η ηλικία δεν αποτελούν απλώς ουδέτερες κατηγορίες ταξινόμησης στις σχετικές στατιστικές, αλλά και διακριτικά σημάδια που καθορίζουν το βαθμό αποδοχής ή αποκλεισμού. Η προσωρινότητα των ταυτοτήτων που αποδίδονται στους μετανάστες αποτελεί συνθήκη απαραίτητη για το στρατηγικό άνοιγμα και κλείσιμο απέναντι στους ξένους.

Μπορεί οι ίδιοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες να βιώνουν αυτές τις αντιφάσεις της καθημερινά σαν μια παρατεινόμενη αίσθηση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, αλλά μέσα από αυτές από την ρευστότητα των ορίων μπορούν επίσης να ξεπηδήσουν εναλλακτικές πρακτικές και πολιτικές. Οι μετανάστες (οικονομικοί και πολιτικοί) είναι μια ευνοούμενη κατηγορία «φτωχών» που αποτελούν «οντολογική συνθήκη όχι μόνο για αντίσταση αλλά και για την ίδια την παραγωγική ζωή». Κάτι που συχνά αποσιωπάται στον ανθρωπιστικό λόγο, είναι η βούληση για δημιουργία που συνυπάρχει με την απόδραση από την φτώχεια, την βία, και την ανασφάλεια: πέρα από φτηνό εργατικό δυναμικό «οι μετανάστες επενδύουν ολόκληρη την κοινωνία με τους ανατρεπτικούς τους πόθους». Και αυτό τους διαφοροποιεί από το αμάλγαμα όσων, είναι υποχρεωμένοι να κινούνται διαρκώς να αλλάζουν διαρκώς ταυτότητες, να μορφώνονται δια βίου σε νέες ειδικότητες, να είναι ευέλικτοι στο χώρο της εργασίας, να είναι διατεθειμένοι να ταξιδέψουν και να ζήσουν προσωρινά όπου βρουν πιο επικερδή συμβόλαια, να ακολουθούν τις επιταγές της μόδας καταναλώνοντας διαρκώς διαφορετικά στυλ και ταξιδεύοντας διαρκώς και επιθυμώντας έθνικ απολαύσεις που παρά το κόστος τους δεν ικανοποιούνται ποτέ. Ο ζητιάνος, ο άστεγος, ή ο μετανάστης που καταφέρνει να οικειοποιηθεί τον μεταβατικό χώρο, αντίθετα, ξεγελά τις πρακτικές ελέγχου. Όπως στο βλέμμα του πολίτη ο μετανάστης αποτελεί θύμα και συγχρόνως απειλή, έτσι και στο βλέμμα του μετανάστη, ο πολίτης αποτελεί θύμα και συγχρόνως απειλή. Και στις δύο περιπτώσεις, η ρευστότητα των διαφορετικών ταυτοτήτων τους καθιστά θύματα και θύτες του ελέγχου που δεν προέρχεται από πουθενά αλλά διαχέεται.

Η δημοκρατία μεταξύ μη-πολιτών

Το ερώτημα που τίθεται, κατά συνέπεια, είναι εάν έστω και δυνητικά μπορούμε να διακρίνουμε μια πιθανή διέξοδο στην ένταση μεταξύ υποδοχής και φιλοξενίας, από όπου θα μπορούσαν να προκύψουν πολιτικές φιλοξενίας του ξένου. Το άνοιγμα στην ετερότητα είναι ένα άνοιγμα στο παράδοξο της φιλοξενίας, που εμπεριέχει και την πιθανότητα της βίας τόσο από την πλευρά του οικοδεσπότη όσο και από την πλευρά του φιλοξενούμενου. Το να δεχτεί κάποιος τον ξένο χωρίς προηγουμένως να έχει ζητήσει το όνομά του, την ταυτότητά του, το διαβατήριό του ή έστω την προέλευσή του μπορεί να σημαίνει την αποδοχή της πιθανότητας ότι ο ξένος θα μεταμορφώσει, θα μετακινήσει, ακόμα και θα καταστρέψει, τον χώρο του. Η προοπτική μια εναλλακτικής ματιάς εμφανίζει στα video της Κορεάτισας Kimsooja: ταξιδεύει σε σύγχρονα μεταναστευτικά περάσματα και στους δημόσιους μη-χώρους των μεγαλουπόλεων, στέκεται ακίνητη και αμίλητη απέναντι σε ένα πλήθος που κινείται. Η στάση της αυτή, όμως, δεν είναι απλά παθητική. Όπως λέει «τίποτα δεν είναι ακίνητο, υπάρχει ρυθμός σε όλα». Η στάση της είναι «μια πράξη και μια απόφαση» που εμπεριέχει τα παράδοξα της ανοιχτής φιλοξενίας. Στην επιβολή της συνεχούς κινητικότητας αντιπαραβάλει την δική της στατικότητα. Στην επιβολή του συνεχούς ελέγχου αντιπαραβάλει το δικό της βλέμμα. Σταδιακά αναπτύσσεται μια σχέση φιλοξενίας, όπου δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι που ασκεί βία οι περαστικοί που την κοιτάνε με περιέργια, ή εκείνη που τους παρατηρεί. Η σχέση αυτή, όμως, παραμένει αντιφατική: η Kimsooja με γυρισμένη την πλάτη, αλλά το κεφάλι της στο ύψος των ματιών του θεατή διαμεσολαβεί, χωρίς να καταλύει την ένταση που υπάρχει «μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας, του ξένου και των ντόπιων, της γυναίκας και της φαλλοκεντρικής κοινωνίας». Μέσα από αυτήν την διαμεσολάβηση οι απρόσωποι 'μη χώροι' κατοικούνται έστω και προσωρινά από όσους τους διασχίζουν. Η φιλοξενία δεν περιορίζεται πλέον σε φολκλορικές αναπαραστάσεις καλωσορίσματος, αλλά γίνεται μια κίνηση που μπορεί να προέρχεται τόσο από τον ντόπιο όσο και από τον ξένο.

Τέτοιου είδους πρακτικές φιλοξενίας προϋποθέτούν να ξεφύγουμε από την γλώσσα των δικαιωμάτων και την αυστηρή προσκόληση στις νομικο-πολιτικές διαστάσεις της υποδοχής που αγκιστρώνουν την έννοια του πολιτικού στο κράτος. Επομένως έρχονται τόσο σε αντίθεση με τις πρακτικές ελέγχου των συνόρων, όσο και με τις πρακτικές ανθρωπιστικής αρωγής που αναπαράγουν τις εδραιωμένες σχέσεις εξουσίας. Πρόκειται για την αναζήτηση πολιτικής πέρα από κρατικές οντότητες και τις ταυτότητες που προκύπτουν από την ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για την «υπόσχεση» μιας μελλοντικής δημοκρατίας που έρχεται σε αντίθεση και με τον Καντιανό κοσμοπολιτισμό, που επιβάλει ότι το δικαίωμα στην φιλοξενία πρέπει και μπορεί να δίνεται μόνο σε πολίτες άλλων κρατών. Το διακύβευμα, επομένως, είναι «μια δημοκρατική σχέση» όχι μόνο μεταξύ πολιτών αλλά και μεταξύ μη-πολιτών, το άνοιγμα στον ξένο χωρίς νομικές και τυπικές προϋποθέσεις και χωρίς την προϋπόθεση αναγνώρισης της ταυτότητάς του και πάνω από όλα την αποδοχή ότι ο ξένος μπορεί να έρθει για να αναδιαμορφώσει ριζοσπαστικά ό,τι προϋπάρχει.