ÁíÝêäïôï êåßìåíï ôïõ Åëýôç ìåôÜ ôçí áðïíïìÞ ôïõ Íüìðåë

ÐáñáóêåõÞ 3 Öåâñïõáñßïõ 2012

Με αφορμÞ την ολοκλÞρωση του εορτασμοý των 100 χρüνων απü τη γÝννηση του ΟδυσσÝα Ελýτη το 2011 στην ΕλλÜδα, το Αθηναúκü Πρακτορεßο ΕιδÞσεων παρουσßασε Ýνα ανÝκδοτο κεßμενο του ποιητÞ, απü ομιλßα του στους ¸λληνες μετανÜστες στη Στοκχüλμη. Η ομιλßα του ποιητÞ Ýγινε τον ΝοÝμβριο του 1979, μετÜ την τελετÞ απονομÞς του βραβεßου Νüμπελ της ΣουηδικÞς Ακαδημßας για το Ýργο του...

Η ομιλßα μεταφÝρεται αυτοýσια με την επισÞμανση του Ελýτη «üτι η γλþσσα εßναι Ýνας φορÝας Þθους που, αν δεν τον υπακοýσεις, θα τιμωρηθεßς».

Η ομιλßα

«Αγαπητοß φßλοι και συμπατριþτες,

περßμενα πρþτα να τελειþσουν οι επßσημες γιορτÝς που προβλÝπει η “ΕβδομÜδα Νüμπελ” και ýστερα να ’ρθω σ’ επαφÞ μαζß σας. Το Ýκανα γιατß Þθελα να νιþθω ξÝνιαστος και ξεκοýραστος.

Ξεκοýραστος βÝβαια δεν εßμαι. ΧρειÜστηκε να βÜλλω τα δυνατÜ μου για να τα βγÜλω πÝρα με τις απαιτÞσεις της δημοσιüτητας, τις συνεντεýξεις και τις τηλεορÜσεις. ΑλλÜ Ýνιωθα κÜθε στιγμÞ üτι δεν εκπροσωποýσα το ταπεινü μου Üτομο αλλÜ ολüκληρη τη χþρα μου. Κι Ýπρεπε να την βγÜλω ασπροπρüσωπη. Δεν ξÝρω αν το κατÜφερα. Δεν εßμαι καμωμÝνος για τÝτοια. Για τιμÝς και για δüξες. Τη ζωÞ μου την πÝρασα κλεισμÝνος μÝσα σε 50 τετραγωνικÜ (μÝτρα), παλεýοντας με τη γλþσσα. ΕπειδÞ αυτü εßναι στο βÜθος Þ ποßηση: μια πÜλη συνεχÞς με τη γλþσσα. Τη γλþσσα την ελληνικÞ που εßναι η πιο παλιÜ και η πιο πλοýσια γλþσσα του κüσμου.

¼,τι και να πει Ýνας ποιητÞς, μικρü Þ μεγÜλο, σημαντικü Þ ασÞμαντο, δεν φÝρνει αποτÝλεσμα, θÝλω να πω δεν γßνεται ποßηση αν δεν περÜσει απü την κρησÜρα της γλþσσας, αν δεν φτÜσει στην üσο γßνεται πιο τÝλεια Ýκφραση. Ακüμα και οι πιο μεγÜλες ιδÝες, οι πιο ευγενικÝς, οι πιο επαναστατικÝς, παραμÝνουν σκÝτα Üρθρα εÜν δεν καταφÝρει ο τεχνßτης να ταιριÜσει σωστÜ τα λüγια του. Μüνον τüτε μπορεß Ýνας στßχος να φτÜσει στα χεßλια των πολλþν, να γßνει κτÞμα τους. Μüνον τüτε μπορεß να ’ρθει και ο συνθÝτης να βÜλει μουσικÞ, να γßνουν οι στßχοι τραγοýδι. Και για Ýνα τραγοýδι ζοýμε, στο βÜθος, üλοι μας. Το τραγοýδι που λÝει τους καημοýς και τους πüθους του καθενüς μας. Τüσο εßναι αλÞθεια üτι το μεγαλεßο και η ταπεινοσýνη πÜνε μαζß, ταιριÜζουν.

ΤαπεινÜ εργÜστηκα σ’ üλη μου τη ζωÞ. Και η μüνη ανταμοιβÞ που γνþρισα πριν απü τη σημερινÞ, Þταν ν’ ακοýσω τους συμπατριþτες μου να με τραγουδοýν. Να τραγουδοýν το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που μου χρειÜστηκε τεσσÜρων χρüνων μοναξιÜ και αδιÜπτωτη προσπÜθεια, για να το τελειþσω. Δεν το λÝω για να περηφανευτþ. Δεν Ýρχομαι σÞμερα για να σας κÜνω τον σπουδαßο. Κανεßς δεν εßναι σπουδαßος απü εμÜς. Απü εμÜς, Üλλος κÜνει τη δουλειÜ του σωστÜ κι Üλλος δεν την κÜνει. Αυτü εßναι üλο. ¼μως θÝλω να μÜθετε, üπως το Ýμαθα κι εγþ στα 68 μου χρüνια: μüνον αν κÜνεις σωστÜ τη δουλειÜ σου, ο κüπος δεν θα πÜει χαμÝνος.

ΞÝρω, μαντεýω, üτι πολλοß απü εσÜς περßμεναν Üλλα πρÜγματα απü εμÝνα. Τους ζητþ συγγνþμην που δεν θα τους ικανοποιÞσω. Αν εßχα το ταλÝντο του ομιλητÞ, του δÜσκαλου, του ηγÝτη, θα εßχα ßσως αφιερωθεß στην πολιτικÞ. Τþρα δεν εßμαι παρÜ Ýνας γραφιÜς που πιστεýει σε ορισμÝνα πρÜγματα. Κι αυτÜ τα πρÜγματα θÝλει να τα γνωρßσει και στους Üλλους, να τα βγÜλει απü μÝσα του, να τα κÜνει Ýργο.

ΕμÝνα μου Ýλαχε ν’ αγαπÞσω τον τüπο μου üπως τον αγαπÜτε κι εσεßς. Να τι εßναι που μας ενþνει απüψε üλους εδþ πÝρα. Η αγÜπη μας για την ΕλλÜδα. ΒÝβαια, υπÜρχουν πολλοß τρüποι ν’ αγαπÜ Ýνας λαüς τη χþρα του. ΑλλÜ για τον ποιητÞ, πιστεýω, υπÜρχει μüνον Ýνας: ν’ ανÞκει σ’ ολüκληρο το λαü του. ΠÜνω απü τις διαιρÝσεις και τις διχüνοιες, ο ποιητÞς να στÝκει και ν’ αγαπÜ üλον τον λαü του, ν’ ανÞκει, το ξαναλÝω, σ’ üλο τον λαü του. Δεν γßνεται αλλιþς. Η πατρßδα εßναι μßα. Ο καθÝνας στον τομÝα του ας Ýρθει και ας κÜνει κÜτι, üπως αυτüς το νομßζει καλýτερα.

¼μως ο πνευματικüς Üνθρωπος βλÝπει το σýνολο. ΘÝλω να πιστεýω πως ßσως κι ο ξενιτεμÝνος, το ßδιο. Για εμÜς η ΕλλÜδα εßναι αυτÝς οι στεριÝς οι καμÝνες στον Þλιο κι αυτÜ τα γαλÜζια πÝλαγα με τους αφροýς των κυμÜτων. Εßναι οι μελαχρινÝς Þ καστανüξανθες κοπÝλες, εßναι τ’ Üσπρα σπιτÜκια τ’ ασβεστωμÝνα και τα ταβερνÜκια και τα τραγοýδια τις νýχτες με το φεγγÜρι πλÜι στην ακροθαλασσιÜ Þ κÜτω απü κÜποιο πλατÜνι. Εßναι οι πατερÜδες μας κι οι παπποýδες μας με το τουφÝκι στο χÝρι, αυτοß που λευτερþσανε την πατρßδα μας και πιο πßσω, πιο παλιÜ, üλοι μας οι πρüγονοι που κι αυτοß Ýνα μονÜχα εßχανε στο νου τους -üπως κι εμεßς σÞμερα: τον αγþνα για τη λευτεριÜ.

Εßπε Ýνας ΓÜλλος ποιητÞς, ο Ρεμπþ, πως η πρÜξη για τον ποιητÞ εßναι ο λüγος του. Κι εßχε δßκιο. Αυτü Ýκανε ο Σολωμüς, που για να γρÜψει το αθÜνατο ποßημα του “‘Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι”, Ýσωσε και παρÜδωσε στη φυλετικÞ μας μνÞμη το Μεσολüγγι και τους αγþνες του. Αυτü Ýκαναν ο ΠαλαμÜς, ο Σικελιανüς, ο ΣεφÝρης. Στα φτωχÜ μου μÝτρα το ßδιο πÜσχισα να κÜνω κι εγþ. ΠÜσχισα να κλεßσω μÝσα στην ψυχÞ μου, την ψυχÞ üλου του ελληνικοý λαοý. Να δω πüσο μοιÜζανε üλοι οι αγþνες του, απü την αρχαßα εποχÞ ßσαμε σÞμερα, για το δßκιο και για τη λευτεριÜ. Κι αυτü θα κÜνω üσα χρüνια μου δþσει ο Θεüς να ζÞσω. ΑυτÞ εßναι η πρÜξη μου. Και το γεγονüς üτι Ýφτασαν να την αναγνωρßσουν οι ξÝνοι, εßναι μια νßκη. ¼χι δικÞ μου νßκη. ΔικÞ σας. Γι’ αυτü σας ευχαριστþ. Κι αν μου το συγχωρεßτε να σας δþσω μια γνþμη - ακοýστε την: üσο καλÜ κι αν ζεßτε σ’ αυτÞ τη φιλüξενη, την ευγενικÞ χþρα, üσο κι αν νιþθετε καλÜ και στεριþνετε, και κÜνετε οικογÝνεια - μην ξεχνÜτε την πατρßδα μας, και προ παντüς, τη γλþσσα μας. ΠρÝπει να ‘σαστε περÞφανοι, να ‘μαστε üλοι περÞφανοι, εμεßς και τα παιδιÜ μας για τη γλþσσα μας.

Εßμαστε οι μüνοι σ’ ολüκληρη την Ευρþπη που Ýχουμε το προνüμιο να λÝμε τον ουρανü “ουρανü” και τη θÜλασσα “θÜλασσα” üπως την Ýλεγαν ο ¼μηρος και ο ΠλÜτωνας πριν δυüμισι χιλιÜδες χρüνια. Δεν εßναι λßγο αυτü. Η γλþσσα δεν εßναι μüνον Ýνα μÝσον επικοινωνßας. ΚουβαλÜει την ψυχÞ του λαοý μας κι üλη του την ιστορßα και üλη του την ευγÝνεια. Χαßρομαι κι αυτÞ τη στιγμÞ που σας μιλÜω σ’ αυτÞ τη γλþσσα και σας χαιρετþ, σας αποχαιρετþ μÜλλον, αφοý η στιγμÞ Ýφτασε να φýγω.

¼μως Ýνα κομμÜτι της ψυχÞς μου σας το αφÞνω μαζß μ’ Ýνα μεγÜλο ευχαριστþ που με ακοýσατε. ΜακÜρι να μποροýσε να σας μεßνει, να το κρατÞσετε, σαν Ýνα μικρü φυλαχτü απü την πατρßδα».