Λαθρομετανάστες - τα σύγχρονα κοινωνικά σκουπίδια

Άρθρο Σπύρου Κουβέλη στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

 

Κάποια στιγμή τον Μάρτιο της περασμένης άνοιξης είχα βρεθεί στην Πάτρα. Ήταν η εποχή που η αστυνομία προσπαθούσε να πιάσει τους μετανάστες που προσπαθούσαν λαθραία να μπουν σε ένα καράβι για την Ιταλία, με σκοπό να φύγουν για την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Εκείνοι σκαρφάλωναν σε συρματοπλέγματα, κρύβονταν κάτω από νταλίκες, και μερικές φορές το πλήρωναν με τη ζωή τους, σφηνωμένοι σε επικίνδυνα σημεία, η παγωμένοι σε φορτηγά ψυγεία.

Όσοι ξέφευγαν από την αστυνομία επέστρεφαν και την επόμενη μέρα, και την επόμενη, και την επόμενη, προσπαθώντας να αποτελέσουν το στατιστικό λάθος που ξεφεύγει, που περνάει κρυφά στο λιμάνι, μπαίνει κρυφά στο καράβι, καταφέρνει να βγει κρυφά στην Ιταλία, ταξιδεύει κρυφά σε κάποια βόρεια χώρα, και καταφέρνει τελικά κρυφά να αλλάξει ζωή. Λίγο. Κρυφά. Για λίγο συνήθως.

Να αλλάξει ζωή από τι; Από τη χώρα όπου ζούσε. Το Αφγανιστάν κατά κύριο λόγο, καθώς οι περισσότεροι μετανάστες στην Πάτρα ήταν από κει. Όπου οι συνθήκες πολέμου τις τελευταίες δεκαετίες και οι πολιτικοί διωγμοί έχουν κάνει τα απλούστερα πράγματα αδύνατα. Δουλειά, παιδεία, διατροφή, αξιοπρέπεια, ασφάλεια να περπατήσεις στο δρόμο. Αλλά και να αλλάξει ζωή από τις άθλιες συνθήκες συνεχούς διωγμού που αντιμετώπιζε στην Ελλάδα.

Είχα περπατήσει μέσα στον καταυλισμό. Αυτόν που ξηλώθηκε χτες από την αστυνομία και τα ΜΑΤ (πολύ ΜΑΤ κάνει τελευταίως στην Ελλάδα ε;) και τις μπουλντόζες. Είχα μιλήσει, όσο γινόταν, με μερικούς από αυτούς, και είχα δει τον τρόπο που προσπαθούσαν να επιβιώσουν, στοιβαγμένοι κατά δεκάδες μέσα σε παράγκες από χαρτόνι και πλαστικό, μέσα στη μεγάλη αλάνα ανάμεσα στο λιμάνι, τα παραλιακά καφενεία και την μαρίνα της Πάτρας. Μια απίστευτη παραφωνία στη μεσοαστική αισθητική της πόλης, μια προσβολή στον καθωσπρεπισμό του νεοελληνικού ημιυπαίθριου, του αυτοσχέδιου παρκινγκ, της επέκτασης της καφετέριας στο πεζοδρόμιο. Μια αυθαιρεσία που δε θέλουμε ανάμεσα στις αυθαιρεσίες που θέλουμε.  Το παράνομο των ξένων ανάμεσα στο παράνομο των δικών μας.

Τους είδα να φτιάχνουν τσάι -μας κάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους, να πλένουν ρούχα μέσα σε αυτοσχέδιες σκάφες-μπιτόνια, κάποιον να κουρεύει κάποιον άλλο πάνω σε ένα κασόνι, να μαγειρεύουν κάτι όχι και τόσο ορεκτικά πράγματα πάνω σε αυτοσχέδια μαγκάλια που έκαιγαν ξύλα, πλαστικά, σκουπίδια. Θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα την μυρωδιά καμένου πλαστικού διάχυτη παντού, από τις φωτιές τους, καπνός που σχεδόν έκανε τα μάτια να δακρύζουν. 

Θυμήθηκα κάποιο βράδυ που μου έλεγε ο πατέρας μου, που γεννήθηκε στο Αντίρριο, πως όταν έφταναν πιτσιρικάδες με τις ψαρόβαρκες απέναντι, ανάμεσα στο Ρίο και την Πάτρα άκουγαν τα βράδια τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή που έπαιζαν ούτι και τραγουδούσαν. Σχεδόν στο ίδιο σημείο, ογδόντα χρόνια παλιότερα. Πλήρης αμνησία.

Θυμήθηκα που μερικούς μήνες νωρίτερα είχα βρεθεί σε ένα παραμεθόριο νησί και είχα ακούσει δυο ντόπιους να λένε ότι βγήκε πάλι ένα καράβι με καμία εβδομηνταριά κομμάτια, όπως έλεγαν. Είδα τα κομμάτια το βράδυ που έφευγα με το καράβι. Κυρίως έφηβοι, νέες γυναίκες και μωρά, προωθούνταν στην Αθήνα για να μπουν στον ατελείωτο κύκλο της λαθρομετανάστευσης. Αισθάνθηκα ντροπή.

Η κατάσταση στον καταυλισμό ήταν απαράδεκτη. Η κατάσταση των μεταναστών στην Ελλάδα είναι απαράδεκτη. Το να στοιβάζονται όλοι αυτοί οι δύσμοιροι άνθρωποι σε καταυλισμούς, περιοχές της χώρας, αλλά και της πρωτεύουσας, μαντρωμένοι μέσα σε αυτοσχέδια γκέτο, να συλλαμβάνονται μέχρι να αφεθούν ξανά ελεύθεροι, να κινδυνεύει η ζωή τους, να ζουν σε συνθήκες τριτοκοσμικές επικίνδυνες για τους ίδιους και τη δημόσια υγεία, ελάχιστοι να καταφέρνουν να ξεφύγουν προς τα δυτικά για μια καλύτερη προοπτική, πολλοί να ξαναστέλνονται πίσω από εκεί στο σημείο εισόδου στην Ευρώπη, εδώ δηλαδή. Εν τω μεταξύ αρκετοί ξεφεύγουν προς τα κάτω, σε συνθήκες εργασίας σύγχρονου σκλαβοπάζαρου, στο λαθρεμπόριο, την πορνεία, τα ναρκωτικά, δημιουργώντας φαινόμενα κοινωνικής διάλυσης και παραβατικότητας άγνωστες μέχρι τώρα στην Ελλάδα. 

Όπως κάνουν και με τα σκουπίδια τους, οι κάτοικοι θέλουν να απαλλαγούν, να τους στείλουν κάπου αλλού. Άλλωστε κι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε άλλο από τα σκουπίδια της σύγχρονης αναπτυξιακής διαδικασίας, τα παραπροϊόντα της εξασφάλισης στρατηγικών αποθεμάτων ενέργειας, και αφού δε μας έκαναν τη χάρη να τα τινάξουν στον τόπο τους κάπου πρέπει να πάνε, αλλά δεν τους θέλει κανείς.

Οπότε το κράτος-ΚΔΩΑ, που θα έλεγε και ο Κουτρουμπούσης, αναλαμβάνει με τις δυνάμεις ασφαλείας να τους συντρίψει, να μπουκάρει με μπουλντόζες και ΜΑΤ στον καταυλισμό, να πει ότι θα μεριμνήσει για μερικούς και να αποσιωπήσει την τύχη των υπολοίπων, και τελικά να επιταχύνει με αυτό τον τρόπο τη διαδικασία περιθωριοποίησης. Οι κάτοικοι κάνουν δηλώσεις ικανοποίησης τις οποίες τα κανάλια επαναλαμβάνουν μέχρι να πειστούν όλοι ότι το πρόβλημα τακτοποιήθηκε, και η κοινωνία σιωπά, γιατί τι να πεις;  Και τι να τους κάνουμε δηλαδή;  Η ακροδεξιά ξενοφοβική νοοτροπία θριαμβεύει, καθώς δεν εννοεί και δεν επιθυυμεί να καταλάβει ότι με σοβαρές συμφωνίες επαναπροώθησης που θα τηρούνται, με πραγματικό έλεγχο των συνόρων, και με αυστηρή πολιτική ελεγχόμενης ένταξης στο  παραγωγικό δυναμικό και τις εισφορές σε ταμεία, το πρόβλημα ίσως να μην λύνεται ολοκληρωτικά, αλλά γίνεται διαχειρίσιμο.

Η ένοχη σιωπή μια κοινωνίας που φτάνει να πιστοποιήσει ανθρώπους ως απορρίμματα είναι ανησυχητικό φαινόμενο. Ιδιαίτερα όταν γνωρίζουμε πως το φαινόμενο των ανθρώπων-σκουπιδιών θα ενταθεί, με τους κλιματικούς πρόσφυγες, και εμείς θα είμαστε απροετοίμαστοι, και η κοινωνία μας διαβρωμένη. Υπάρχει χρόνος να κάνουμε κάτι, αλλά πρώτα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σαν άνθρωποι και όχι σαν μηχανισμοί.