Η παγκοσμιοποίηση και η κρίση των Εκπαιδευτικών Συστημάτων

Γιάννης Ν. Κουμέντος

Dr Παιδαγωγικής

Διευθυντής 12ου Δημ.Σχ. Ν. Σμύρνης

Πέμπτη, 09 Απριλίου 2009

 

Η πρόοδος και η εξέλιξη των ανθρώπων στηρίχθηκε στη γνώση. Σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή, η γνώση αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την ευημερία των πολιτών και των κοινωνιών.

Η διεθνοποίηση και παγκοσμιοποίηση στη διάχυση της γνώσης, στη διεύρυνση των οικονομικών αγορών, στην ανατροπή των παραδοσιακών παραγωγικών μηχανισμών και στη ρευστότητα των θεσμών, δημιουργούν την ανάγκη ύπαρξης και λειτουργίας ενός ισχυρού, ευέλικτου εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και υποσυστημάτων διαρκούς επανεκπαίδευσης για κάθε χώρα.

Το διεθνές και περιφερειακό ανταγωνιστικό περιβάλλον, παρέχει δυνατότητες και ευκαιρίες, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί σε περιθωριοποιήσεις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες δεν μπορούν ή δεν έχουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης στα νέα οικονομικά και παραγωγικά δεδομένα.

Αυτή η παγκοσμιοποίηση των αγορών, της ταχύτητας μεταφοράς κεφαλαίων, της διάχυσης της γνώσης και της πληροφόρησης, δημιουργεί την ανάγκη των κρατών - εθνών για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση των εκπαιδευτικών τους συστημάτων.

Η ίδια η παγκοσμιοποίηση (ή αλλιώς και υπερ-ιμπεριαλισμός) δημιουργεί μέσα στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού, ειδικούς παραγωγικούς ρόλους στα κράτη - έθνη και ειδικές κατηγορίες πληθυσμού μέσα σ' αυτά.

Ο ανταγωνισμός για την κατάκτηση ή βελτίωση της θέσης των κρατών - εθνών στην πυραμίδα του διεθνούς καταμερισμού, γεννά κοινωνικά θύματα και δημιουργεί συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της παγκοσμιοποίησης, έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της τεχνογνωσίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των επικοινωνιών, των στρατιωτικών εξοπλισμών.

Οι κατά καιρούς, περιφερειακές συγκρούσεις οι οποίες γίνονται για την κατοχή των πηγών ενέργειας και των ζωνών επιρροής, είναι ελεγχόμενες από τον υπερ-ιμπεριαλισμό και ουσιαστικά δεν θέτουν σε κίνδυνο τον έλεγχο του συστήματος.

Οι ρυθμοί της άνισης ανάπτυξης και των άνισων ανταλλαγών, μεγαλώνουν την εξάρτηση των εθνικών κρατικών οικονομιών και τις οδηγούν σε παραγωγικούς μονόδρομους. Ταυτόχρονα η επικοινωνιακή παγκοσμιοποίηση διαμορφώνει κοινά πολιτιστικά και ιδεολογικά πρότυπα. Η προσπάθεια ισοπέδωσης των εθνικών χαρακτηριστικών (γλώσσα, ήθη και έθιμα, θρησκευτικές ιδιαιτερότητες) δεν είναι μόνο θέμα πολιτικό-ιδεολογικής ηγεμονίας, αλλά και χαρακτηριστικό της ενοποιημένης αγοράς προϊόντων και εργασίας.

 

Η αντίφαση των εκπαιδευτικών συστημάτων

   Ο ρόλος των εκπαιδευτικών συστημάτων στα προαναφερόμενα ζητήματα είναι καθοριστικός και καθόλου ουδέτερος. Από τη φύση του το κάθε κρατικό-εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει την εθνική κουλτούρα. Η διδασκαλία της γλώσσας, οι θρησκευτικές, τοπικές, εθνικές, πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι σύμφυτες με την αυθυπαρξία του κάθε κρατικού-εθνικού συστήματος. Ταυτόχρονα το εκπαιδευτικό σύστημα εκπαιδεύει τους μαθητές στην κατάκτηση των μηχανισμών μάθησης, τους κοινωνικοποιεί και τους εντάσσει σε ομάδες ή σύνολα μαθητικού πληθυσμού με εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά και προσπαθεί να τους προσανατολίσει σε επαγγελματικές δραστηριότητες που ν' ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς. Μιας αγοράς, που σήμερα, είναι ανοιχτή και διεθνοποιημένη.

Αυτή είναι και η λειτουργική αντίφαση των εκπαιδευτικών συστημάτων. Να υποστηρίζουν την προυπάρχουσα εθνική εκπαίδευση και παραγωγική δομή, αλλά ταυτόχρονα και να την αποδομούν για τις ανάγκες της διεθνοποιημένης αγοράς. Αυτή η αντίφαση δημιουργεί την κρίση.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας, επιταχύνει και οξύνει τις αντιφάσεις της κρίσης, αφού επιδρά όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και στην αναδόμηση των κοινωνικών σχέσεων, στα εργασιακά δικαιώματα, στους θεσμούς πληροφόρησης και επανεκπαίδευσης.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα ως θεσμός του εποικοδομήματος πάντα βρίσκονται σε χρονική υστέρηση με τις παραγωγικές εξελίξεις. Αυτή η βραδυπορία προσαρμογής απαιτούσε χρόνο, τον οποίο οι κοινωνίες, κατά το παρελθόν, έδιναν για τις απαραίτητες αλλαγές. Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν περιθώρια πίστωσης χρόνου. Η ταχύτητα των αλλαγών είναι μεγάλη και οι ανταγωνιστικές απαιτήσεις αδίστακτες.

Το διεθνές αγοραίο περιβάλλον, δεν ανταγωνίζεται μόνο τα εθνικά συστήματα, αλλά και τα υπονομεύει στο βαθμό που τα απαξιώνει, τα υποβαθμίζει, τ' αποδομεί. Γι' αυτό και η κρίση των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι διαρκής και εντονότερη.

Είναι λοιπόν φανερό πως οι κάθε είδους προσαρμογές - μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουν τα κράτη στα εκπαιδευτικά τους συστήματα, έχουν ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Ταυτόχρονα πρέπει να έχουν και αποτελεσματικότητα, δηλαδή δεν επιτρέπεται να είναι αποσπασματικές και ημιτελείς. Θα πρέπει ν' αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της δομής, της λειτουργίας και του περιεχομένου της εκπαίδευσης, μέσα από μια συγκεκριμένη πολιτική, ιδεολογική στρατηγική.

Ο στρατηγικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της προοδευτικής ή της συντηρητικής πολιτικής.

   Η συντηρητική πολιτική αποδέχεται την απόλυτη κυριαρχία της αγοράς πάνω στην κοινωνία και θεωρεί ως αποστολή του κράτους - έθνους, την εκ των υστέρων επέμβαση για τη θεραπεία των «παραγωγικών θυμάτων», εάν και εφόσον οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.

   Η προοδευτική πολιτική αποδέχεται τη λογική πως η κοινωνία έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να θέτει κανόνες και περιορισμούς στην ανεξέλεγκτη αγορά και ταυτόχρονα να σχεδιάζει παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις στο παραγωγικό, εκπαιδευτικό και προνοιακό σύστημα της χώρας προς όφελος των εργαζομένων πολιτών.

Η ταυτόχρονη παραγωγική αναδιάρθρωση (και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση) - ανάπτυξη - αναδιανομή είναι τα χαρακτηριστικά της προοδευτικής πολιτικής δράσης. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες της χώρας, την πολιτική της ανάπτυξης και συνοχής, έχει διαφορετικό προσανατολισμό και περιεχόμενο, από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λειτουργεί συμπληρωματικά στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η ισχυροποίηση του δημόσιου χαρακτήρα ενός εκπαιδευτικού συστήματος ή η ιδιωτικοποίηση του, προσδιορίζει και τον προσανατολισμό του.

Η αναδιανομή της συσσώρευσης και του πλούτου, γίνεται εμφανής σε μία πολιτεία, από την ενίσχυση θεσμών, όπως αυτών της εκπαίδευσης, της πρόνοιας, της περίθαλψης, της προστασίας του περιβάλλοντος.

 

Εκπαίδευση: κοινωνικό αγαθό ή εμπορεύσιμο είδος;

Ο βαθμός οικονομικής ενίσχυσης της παιδείας, της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης, αποκαλύπτει την πρόθεση και τον προσανατολισμό της εκάστοτε κυβέρνησης, για το τι είδους κοινωνικό μοντέλο εξυπηρετεί.

Η υποχρηματοδότηση της παιδείας είναι πολιτική επιλογή της μη αναδιανομής και ιδεολογική εμμονή στην κυριαρχία της αγοράς.

Ο φιλελευθερισμός είναι λογικό ν' αποδομεί και να συρρικνώνει τη δημόσια εκπαίδευση, να προσανατολίζει προς τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια τους μαθητές (ιδιωτικά νηπιαγωγεία, κολέγια, ιδιωτικά πανεπιστήμια) να εμπορευματοποιεί τα διδακτικά - σχολικά βιβλία, τις ανάγκες των παιδιών ειδικής αγωγής, να ενισχύει τα φροντιστηριακά κυκλώματα, να υποβαθμίζει την ποιότητα της γνώσης.

Αυτές οι πολιτικές, πάντα, γίνονται στο όνομα του Ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, επικαλούμενοι το αδιέξοδο που έχει το σημερινό παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα.

Αυτές οι πολιτικές εμφανίζονται από τους συντηρητικούς, φιλελεύθερους, σαν τη μόνη διέξοδο και επιλογή, αποσιωπώντας σκόπιμα την αλήθεια ότι δηλαδή παραδίδουν την εκπαίδευση στην αγορά και την εκμετάλλευση.

Οδηγούνται όμως σ' ένα κρίσιμο λάθος, που ήδη η δυτική κοινωνία αντιμετωπίζει. Η εμπορευματοποίηση - ιδιωτικοποίηση της γνώσης δεν εξασφαλίζει συνθήκες ισοτιμίας στην πρόσβαση της. Και στο βαθμό που οι κοινωνίες δεν επιτυγχάνουν να εξασφαλίσουν συνθήκες ισότιμης πρόσβασης στη γνώση και στην απόκτηση της, τότε κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες μ' ένα διευρυμένο κοινωνικό χάσμα, που μεσο-μακροπρόθεσμα θα υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή.

Η προσφορά εκπαίδευσης, δηλαδή δυνατότητας πρόσβασης σε ποιότητα γνώσης, μόνο στους «έχοντες και κατέχοντες» δημιουργεί εκπαίδευση «πολλών ταχυτήτων» που εν δυνάμει είναι συγκρουσιακή και αδιέξοδη.

   Η ανατροπή λοιπόν, των συνεπειών της φιλελεύθερης πολιτικής, δεν είναι θέμα μόνο των εκπαιδευτικών, αλλά του συνόλου της κοινωνίας και των πολιτών. Έτσι θα πρέπει ν' αντιμετωπιστεί, γιατί χρειαζόμαστε μια παιδεία ανοιχτών οριζόντων, μια εκπαίδευση δημοκρατική και δημιουργική προς όφελος της κοινωνίας και του τόπου. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια προοδευτική, διαρκή μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και των συντελεστών του, μέσα στο πλαίσιο μιας προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης διακυβέρνησης.