Διαδικασία επιλογής στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης
Ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών για την αξιοκρατία στην εκπαίδευση
 

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ Διευθυντή του 11ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμαριάς και αντιπροέδρου του Α' Συλλόγου Εκπαιδευτικών ΠΕ Θεσσαλονίκης

Κυριακή 16 Μαΐου 2010
 

Είναι κοινοτυπία να υποστηρίξει κανείς ότι το σύστημα επιλογής στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης στη χώρα μας (εξαιτίας κυρίως των αρκετών μεταβολών που έχει υποστεί από τις διαδοχικές κυβερνητικές αλλαγές) δεν συγκεντρώνει την αποδοχή της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών. Η έλλειψη διαχρονικότητας και η λογική του πολιτικού ελέγχου της διοίκησης της εκπαίδευσης είχε ως αποτέλεσμα το ζήτημα της αξιοκρατικής επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης να αποτελεί το μέγα ζητούμενο μέχρι και σήμερα. Με βάση την παραπάνω εκτίμηση η σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, κατέστησε το ζήτημα αυτό θέμα προτεραιότητας και προχώρησε στη νομοθετική αναθεώρηση των κριτηρίων επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης του ισχύοντος από το 2006 νόμου. Είναι χαρακτηριστικό τα όσα αναφέρονται σχετικά με το θέμα αυτό στην εισήγηση της Υπουργού Παιδείας προς το Υπουργικό Συμβούλιο: ". η ανάγκη αλλαγής του πλαισίου επιλογής στελεχών της διοίκησης στην εκπαίδευση προέκυψε από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν κατά την εφαρμογή του υφιστάμενου συστήματος επιλογών, με τις αυξημένες προϋποθέσεις προϋπηρεσίας και έλλειψη κινήτρων. Με το νέο νόμο πλαίσιο, διασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση των εκπαιδευτικών στη διαδικασία επιλογής καθώς και η διερεύνηση της βάσης των υποψηφίων. Διασφαλίζονται χαρακτηριστικά και εχέγγυα για αξιοκρατικές επιλογές, αίρονται τα εμπόδια και οι περιορισμοί στη συμμετοχή με ταυτόχρονη αξιοποίηση των ικανοτήτων και γνώσεων που προκύπτουν από την εμπειρία".

Δυστυχώς από την σε βάθος ανάλυση των σχετικών με το θέμα αυτό διατάξεων του νόμου, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι παραπάνω στόχοι και οι κατευθύνσεις κάθε άλλο παρά υπηρετούνται από το χαρακτήρα και δομή του παραπάνω νόμου, κι αυτό γιατί:

1. Από το Νόμο απουσιάζουν εντελώς, αναφορές σχετικά με την τεχνική περιγραφή των θέσεων εργασίας των στελεχών της εκπαίδευσης καθώς και τον προσδιορισμό των ιδιαίτερων γνώσεων και ικανοτήτων που η κάθε θέση απαιτεί. Εξαιτίας της παραπάνω αδυναμίας, τα κριτήρια προσόντων ανά κατηγορία, εμφανίζονται να είναι τα ίδια για όλες τις θέσεις στελεχών της εκπαίδευσης (διευθυντές εκπαίδευσης, προϊστάμενοι γραφείων, διευθυντές σχολείων, σύμβουλοι), κάτι το οποίο είναι λανθασμένο, κατά τη γνώμη μας, αφού τα στελέχη εκπαίδευσης δεν ασκούν τα ίδια καθήκοντα και δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο αρμοδιοτήτων. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός και γι' αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχει διαφοροποίηση και στον τρόπο αξιολόγησης των προσόντων τους, κατά τη διαδικασία επιλογής τους.

2. Με τις διατάξεις του Νόμου η πιστοποίηση γνώσεων πληροφορικής μοριοδοτείται με τρία (3) μόρια, όσο δηλαδή και η κατοχή δεύτερου πτυχίου, με άλλα λόγια σπουδές τεσσάρων (4) ή και πέντε (5) ετών εξομοιώνονται με σεμινάριο βραχείας χρονικής διάρκειας.

3. Αθροιστικά μάλιστα, η πιστοποιημένη γνώση πληροφορικής επιπέδου Π1 και Π2, μοριοδοτείται με πέντε (5) μόρια υπερβαίνοντας και την μοριοδότηση με τέσσερα (4) μόρια μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, γεγονός ακραία υπερβολικό κατά τη γνώμη μας που υποβαθμίζει σημαντικά την αξία χρήσης των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, οι οποίες διέπονται κατά τεκμήριο από αυστηρότερο και πιο απαιτητικό πλαίσιο διοργάνωσης.

4. Ο νόμος δεν λαμβάνει υπόψη και δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις διατάξεις του νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών "Σύστημα επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια" αφού δεν μοριοδοτείται:

  • Συμμετοχή σε προγράμματα επιμόρφωσης από Πανεπιστήμια ή ΤΕΙ ή από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης ή το Κοινωνικό Πολύκεντρο ή από το Διαβαλκανικό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης ή από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και τα Περιφερειακά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης Δημόσιας Διοίκησης.
  • Συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα που έχουν υλοποιηθεί στην περίοδο 1993-2004 από τα ΠΕΚ, γεγονός που δείχνει ότι οι συντάκτες του Νόμου είτε υποτιμούν είτε αγνοούν το ρόλο και τη σημασία αυτών των προγραμμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στο 1ο ΠΕΚ Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1993-2000, έχουν παρακολουθήσει προγράμματα επιμόρφωσης περιοδικής και τρίμηνης διάρκειας (προαιρετικά και υποχρεωτικά) τουλάχιστον 10.000 εκπαιδευτικοί (έρευνα Χατζηδήμου). Εξίσου μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών έχει παρακολουθήσει προγράμματα επιμόρφωσης στο 2ο ΠΕΚ Θεσσαλονίκης και Καβάλας (έρευνα Κατάνου) όσο και στα υπόλοιπα και ιδίως 1ο ΠΕΚ Αθήνας, Ηρακλείου, Κοζάνης (έρευνα Ματθαίου, 10280 εκπαιδευτικοί για την περίοδο 1995-96). Την ίδια περίοδο σε αρκετά πανεπιστήμια ιδιαίτερα παιδαγωγικές σχολές, κυρίως στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, υλοποιήθηκαν προγράμματα επιμόρφωσης σε θέματα επιστημών αγωγής και διοίκησης εκπαίδευσης. Είναι άξιο απορίας με ποιο τρόπο ο θεσμός της επιμόρφωσης θα λειτουργήσεις στο μέλλον ως κίνητρο για τη διαδικασία επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης την ίδια στιγμή που στην Νομοθεσία δεν καταγράφεται η όποια σημασία και αξία χρήσης της.

5. Η αιφνιδιαστική, ατεκμηρίωτη και περίεργη μείωση της μοριοδότησης των τίτλων σπουδών των Διδασκαλείων Εκπαίδευσης από τρία (3) σε δύο (2) μόρια (στο σχέδιο Νόμου, όπως αυτό αρχικά κατατέθηκε στη Βουλή προβλεπόταν μοριοδότηση τριών (3) μορίων) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της Βουλής και τις αντίστοιχες Συνεδριάσεις της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, υποβαθμίζει και να ακυρώνει νομοθετήματα ακόμη και της περιόδου άσκησης υπουργικών καθηκόντων στο Υπουργείο Παιδείας από τον σημερινό Πρωθυπουργό της χώρας. Ενδεικτικά, επισημαίνουμε ότι στα προηγούμενα νομοθετήματα, τόσο επί εποχής Υπουργού Παιδείας του κ. Πέτρου Ευθυμίου όσο και της κυρίας Γιαννάκου, οι τίτλοι μετεκπαίδευσης στα Διδασκαλεία μοριοδοτούνταν με ισότιμο τρόπο με τον αντίστοιχο μοριοδότησης των μεταπτυχιακών τίτλων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η τροποποίηση της συγκεκριμένης μοριοδότησης αποκτά διαστάσεις ακραίας και υπερβολικής θεώρησης, αν ληφθεί υπόψη ότι με το νέο Νόμο ο τίτλος σπουδών στα Διδασκαλεία μοριοδοτείται ισότιμα (δύο μόρια) με την κατοχή γνώσεων πληροφορικής προγράμματος επιμόρφωσης διάρκειας πενήντα (50) ωρών.

6. Η μη μοριοδότηση του συγγραφικού και ερευνητικού έργου των υποψηφίων στελεχών της εκπαίδευσης για τις θέσεις Διευθυντών Εκπαίδευσης, Προϊσταμένων Γραφείων και Διευθυντών Σχολείων υποδηλώνει ότι οι ικανότητες και δεξιότητες όσο και οι επιστημονικές γνώσεις μοριοδοτούνται επιλεκτικά και σε βάρος της λογικής της αξιοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι διαδικασίες εκτίμησης του συγγραφικού έργου για τις θέσεις των Σχολικών Συμβούλων στο νέο Νόμο, έχουν θετικό χαρακτήρα και μπορούν να ακολουθηθούν αντίστοιχα και στη διαδικασία επιλογής των υπολοίπων στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης.

7. Η θεώρηση στο νέο Νόμο, ότι η μοριοδότηση της άσκησης καθηκόντων θέσης Διευθυντή Σχολικής Μονάδας είναι ίδια και αντίστοιχη με την περίπτωση άσκησης καθηκόντων σε θέση Υποδιευθυντή Σχολικής Μονάδας, Υπευθύνων Αγωγής Υγείας, Πολιτιστικών Θεμάτων κλπ, κατά τη γνώμη μας, υπηρετεί αυθαίρετες μικροσκοπιμότητες επειδή τόσο ο ρόλος όσο και η διαδικασία επιλογής είναι τελείως διαφορετική και είναι εύλογο ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει δυσαρέσκειες και αμφισβητήσεις.

8. Στο νέο Νόμο, η σημασία της συνέντευξης παρά τις εξαγγελίες, εξακολουθεί να παραμένει σημαντική αφού το ποσοστό συμμετοχής της στη διαδικασία αξιολόγησης είναι ιδιαίτερα υψηλό. Ο γραφειοκρατικός τρόπος οργάνωσής της με τις ασαφείς εκτιμήσεις σχετικά με τις ικανότητες και δεξιότητες των υποψηφίων στελεχών αναμένεται να κλονίσει ακόμη περισσότερο  την αξιοπιστία όλης της διαδικασίας της συνέντευξης.

Συμπερασματικά, ο νέος Νόμος για την επιλογή στελεχών διοίκησης της Εκπαίδευσης δεν μπορεί να θεωρηθεί τομή στην οργάνωση και διοίκηση της Εκπαίδευσης, δεν απαντά με σύγχρονο τρόπο στις νέες ανάγκες και συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας, έχει χαρακτηριστικά μιας χρήσης και εξαιτίας αυτού του λόγου είναι πολύ πιθανό στο μέλλον εξαιτίας όλων αυτών των αδυναμιών του να αποτελέσει εύκολα παρελθόν, συνεχίζοντας έτσι τον κύκλο των χαμένων ευκαιριών στο ζήτημα της αξιοκρατικής επιλογής στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης.