Η Ýξοδος του Μεσολογγßου

ÐÝìðôç 14 Áðñéëßïõ 2011

Βασßλης Φουρτοýνης: δÜσκαλος, αναπληρωματικüς Αιρετüς ΑΠΥΣΠΕ ΑττικÞς, Αντιπρüεδρος Συλλüγου Εκπ/κþν «Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ»

Πρüλογος

Το ιστορικü

Η Ýξοδος του Μεσολογγßου μÝσα απü τις πηγÝς

Τα οχυρÜ του Μεσολογγßου

Η λαúκÞ μοýσα για το Μεσολüγγι

Οι Ελεýθεροι πολιορκημÝνοι του Δ. Σολωμοý

Η ¸ξοδος του Μεσολογγßου – Video

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Δρüμο να σχßσουν τα σπαθιÜ»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «¢κρα του ΤÜφου»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Η θÝλησÞ μου βρÜχος»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «ΜητÝρα Μεγαλüψυχη»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Αλ' Þλιος μÝγας κι Üσβηστος»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Πειρασμüς»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Στα μÜτια και στο πρüσωπο»

Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι – Γ. Μαρκüπουλος – «Ο γιος σου κρßνος με δροσιÜ»

Ελεýθεροι πολιορκημÝνοι - Οι ελληνßδες γυναßκες - αφÞγηση: ΕιρÞνη ΠαππÜ

Ελεýθεροι πολιορκημÝνοι - Στοχασμüς -το χÜραμα - αφÞγηση: ΕιρÞνη ΠαππÜ

ΠεριγραφÞ: http://math-telos-agras.pblogs.gr/files/391311-100_0269.JPGΗ ΗρωικÞ Ýξοδος του Μεσολογγßου αποτελεß ßσως την κορυφαßα και την πιο συγκινητικÞ στιγμÞ του Αγþνα της ΕθνικÞς μας παλιγγενεσßας. Η Ýξοδος Þταν η κατÜληξη ενüς Üνισου με üρους αριθμητικÞς σýγκρισης, αγþνα μεταξý αναρßθμητων Τοýρκων και λιγοστþν ΕλλÞνων και φιλελλÞνων υπερασπιστþν  της ιερÞς πüλης του Μεσολογγßου.

Η θυσßα του Μεσολογγßου που επß 12 ολüκληρους μÞνες αντιστÜθηκε ηρωικÜ, προþθησε το ελληνικü ζÞτημα, üσο καμιÜ Üλλη ελληνικÞ νßκη: πλημμýρισε τους Üλλους ¸λληνες και τους Ευρωπαßους με αισθÞματα θαυμασμοý για τους Üνδρες της φρουρÜς και τον ηρωικü πληθυσμü του Μεσολογγßου. ΠραγματικÜ σπÜνια συναντÜ  κανεßς στις σελßδες της ιστορßας παραδεßγματα παρüμοιας υπερÜνθρωπης ψυχικÞς αντοχÞς οι φλüγες του Μεσολογγßου και η συνειδητÞ θυσßα των αγωνιστþν θÝρμαναν τις καρδιÝς των πολιτισμÝνων λαþν και τους ξεσÞκωσαν σε μßα αληθινÞ σταυροφορßα για την απελευθÝρωση ψυχικÞς αντοχÞς.

Οι φλüγες του Μεσολογγßου και η συνειδητÞ θυσßα των αγωνιστþν θÝρμαναν τις καρδιÝς των πολιτισμÝνων και τους ξεσÞκωσαν σε μια αληθινÞ σταυροφορßα για την απελευθÝρωση του ελληνικοý Ýθνους.

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Το ιστορικü

"Τα μÜτια μου δεν εßδαν τüπον ενδοξüτερον απü τοýτο το αλωνÜκι"

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

Με την Ýκρηξη της επανÜστασης, μετÜ την Πελοπüννησο, ολüκληρη η ΣτερεÜ ΕλλÜδα εßχε επαναστατÞσει και εßχαν απελευθερωθεß πολλÝς περιοχÝς. ΜÜλιστα οργανþθηκε και πολιτικÜ με τη "Γερουσßα" στο Μεσολüγγι και τον "¶ρειο ΠÜγο" στα ΣÜλωνα. Ο ΣουλτÜνος üμως αποφÜσισε να αντιδρÜσει οργανωμÝνα με δυο στρατιÝς. Η δεýτερη με τους ΚιουταχÞ και ΟμÝρ Βρυþνη κατÝληξε στο Μεσολüγγι, στις 25 Οκτωβρßου 1822, το οποßο οι Τοýρκοι πολιüρκησαν. ¾στερα απü λßγες μÝρες, στις 31 Δεκεμβρßου, οι Τοýρκοι αναγκÜστηκαν να λýσουν την πολιορκßα και να επιστρÝψουν στην ¹πειρο.

ΜετÜ τη συμφωνßα του ΣουλτÜνου και του ΜεχμÝτ ΑλÞ της Αιγýπτου, η εισβολÞ του ΙμπραÞμ στην Πελοπüννησο συνδυÜστηκε με επιχειρÞσεις απü τους Τοýρκους στη ΣτερεÜ ΕλλÜδα, με κýριο στüχο το Μεσολüγγι. Της νÝας εκστρατεßας ηγεßται και πÜλι ο ΚιουταχÞς που με πανßσχυρη στρατιÜ 35.000 ανδρþν Ýφτασε στο Μεσολüγγι στα μÝσα Απριλßου 1825. Εßναι η δεýτερη και καθοριστικÞ πολιορκßα της πüλης που κατÝληξε στην ηρωικÞ Ýξοδο.

1η ΦÜση της πολιορκßας: Απü τον Απρßλιο ως το ΔεκÝμβριο του 1825 κρÜτησε η πρþτη φÜση της πολιορκßας, και στο διÜστημα αυτü οι Τοýρκοι Ýφτασαν σε απüσταση μερικþν δεκÜδων μÝτρων απü το τεßχος. Μια ισχυρÞ επßθεση του ΚιουταχÞ στις 21 Ιουλßου 1825 απÝτυχε και τρεις μÝρες αργüτερα μια ελληνικÞ νυκτερινÞ αντεπßθεση προκÜλεσε σοβαρüτατες απþλειες στο τουρκικü στρατüπεδο. Στο μεταξý ελληνικÜ πλοßα εßχαν διασπÜσει το θαλÜσσιο αποκλεισμü και εßχαν εφοδιÜσει τους πολιορκουμÝνους με τροφÝς και πολεμοφüδια, ενþ στις αρχÝς Αυγοýστου η Üμυνα του Μεσολογγßου ενισχýθηκε με 1500 ακüμα Üντρες. ΜετÜ τις Üκαρπες επιθÝσεις του ο ΚιουταχÞς αποσýρθηκε στις γýρω υπþρειες και κατÜ διαστÞματα βομβÜρδιζε την πüλη, χωρßς üμως την ασφυκτικÞ πßεση των πρþτων μηνþν.

2η ΦÜση της πολιορκßας: Το ΔεκÝμβριο του 1825 Üρχιζε η δεýτερη φÜση της πολιορκßας üταν ο ΙμπραÞμ Ýφτασε στο Μεσολüγγι με ισχυρÞ δýναμη (10.000 Üνδρες), αποφασισμÝνος να το καταλÜβει. ΜετÜ την απüρριψη απü τους πολιορκοýμενους της πρüτασÞς του για παρÜδοση, η πολιορκßα Ýγινε στενüτερη και απü το ΦεβρουÜριο οι πολιορκοýμενοι πιÝζονταν απü τις επιθÝσεις των Αιγυπτßων και απü την πεßνα. Τα νησÜκια της λιμνοθÜλασσας, προπýργια του Μεσολογγßου, Ýπεσαν στα χÝρια του εχθροý, εκτüς απü την Κλεßσοβα, που η νßκη των ΕλλÞνων υπÞρξε θριαμβευτικÞ. Οι πολιορκοýμενοι μÜταια περßμεναν την ενßσχυσÞ τους απü το Ναýπλιο, και η προσπÜθεια του ελληνικοý στüλου να λýσει την πολιορκßα απü τη θÜλασσα αποδεßχτηκε αδýνατη. Μüνη λýση μÝσα σε αυτÝς τις συνθÞκες, που διαρκþς χειροτÝρευαν, απÝμεινε η Ýξοδος.

Το Μεσολüγγι το 1825 αποτελοýσε σε μικρογραφßα μια μικρÞ ΕλλÜδα, στην καρδιÜ της ΕλλÜδος, γιατß μÝσα στην πüλη εκεßνη δεν Þταν κλεισμÝνοι μüνο Μεσολογγßτες και ΠελοποννÞσιοι, αλλÜ και αντιπρüσωποι üλων των ελληνικþν πληθυσμþν απü τον Ισθμü και επÜνω. ΚατÜ την πρþτη φÜση της πολιορκßας οι πολιορκοýμενοι με συνεχεßς αντεπιθÝσεις αλλÜ και με συνεχÞ ανεφοδιασμü, Ýστω και δýσκολα, απü τον ελληνικü στüλο υπÝμειναν την πολιορκßα. Η θÝση των ΕλλÞνων χειροτÝρεψε κατÜ την δεýτερη φÜση της πολιορκßας. Εßχαν κουραστεß απü την εννεÜμηνη πολιορκßα και ιδßως απü την Ýλλειψη τροφßμων. Η κατÜσταση βÝβαια Þταν περισσüτερο τραγικÞ για τους αρρþστους και τους πληγωμÝνους. Μολαταýτα η μαχητικüτητÜ τους Þταν Üκαμπτη και αμετακßνητη η απüφασÞ τους να νικÞσουν Þ να πεθÜνουν, ιδιαßτερα των ντüπιων που Ýφθασαν στον ýψιστο βαθμü του ηρωισμοý και της αυτοθυσßας. ΜετÜ την κατÜληψη του Βασιλαδßου, του ΝτολμÜ και του Πüρου (μüνο η Κλεßσοβα Ýμενε ακüμα στους ¸λληνες) οι πολιορκοýμενοι απελπισμÝνοι και εξαντλημÝνοι απü τη φοβερÞ πεßνα και τις Üλλες στερÞσεις, μüνο απü την Üφιξη του στüλου περßμεναν σωτηρßα.

Απü τα μÝσα κιüλας Φεβρουαρßου η κατÜσταση στο Μεσολüγγι εßχε αρχßσει να γßνεται τραγικÞ. ΠολλÝς οικογÝνειες εßχαν αρχßσει να στεροýνται εντελþς τα τρüφιμα και αναγκÜζονταν να σφÜζουν Üλογα, μουλÜρια, γαúδοýρια και κατüπιν σκýλους, γÜτες, ποντικοýς. ΑλλÜ και αυτÜ Ýλειψαν. Απü τις 16 Μαρτßου Üρχισαν να τρþνε αρμυρßκια, πικρÜ χüρτα που φýτρωναν κοντÜ στη θÜλασσα. Ο υποσιτισμüς και οι αρρþστιες εξασθÝνιζαν τους ρωμαλÝους οργανισμοýς των ανδρþν της φρουρÜς και προκαλοýσαν πολλοýς θανÜτους. Απü τον Απρßλιο üμως τα ολιγÜριθμα ελληνικÜ πλοßα με ναýαρχο το Μιαοýλη, απÝτυχαν σε επανειλημμÝνες προσπÜθειες να διασπÜσουν τον αποκλεισμü του τουρκοαιγυπτιακοý στüλου. Στους πολιορκοýμενους δεν Ýμενε Üλλη λýση απü την Ýξοδο.

Για τους ασθενεßς και πληγωμÝνους, αποφÜσισαν να μεταφερθοýν στα πιο οχυρωμÝνα σπßτια και εκεß να πεθÜνουν πολεμþντας. Εκεßνοι δÝχτηκαν. "Τα παρÜθυρα να μας αφÞσετε ανοιχτÜ μονÜχα, και þρα σας καλÞ ! Ο Θεüς να μας ανταμþσει στον Üλλο κüσμο" εßπαν και αποχαιρετßστηκαν πολιορκημÝνοι, απελπισμÝνοι πια, πÞραν την οριστικÞ απüφαση να επιχειρÞσουν Ýξοδο τη νýχτα της 10ης Απριλßου προς την 11η, ΚυριακÞ των ΒαÀων, και ειδοποßησαν σχετικÜ τους ¸λληνες του στρατοπÝδου της ΔερβÝκ ιστας να προσπαθÞσουν να φÝρουν αντιπερισπασμü στους Τοýρκους. ΑποφÜσισαν να σκοτþσουν üλους τους αιχμαλþτους, καθþς και τα γυναικüπαιδα για να μην πÝσουν στα χÝρια των Τοýρκων. Ενþ η πρþτη απüφαση πραγματοποιÞθηκε, τη δεýτερη απÝτρεψε ο επßσκοπος Ρωγþν ΙωσÞφ. Οι ασθενεßς και τραυματισμÝνοι μεταφÝρθηκαν στα πιο οχυρÜ σπßτια και εκεß να πεθÜνουν πολεμþντας.

Το μεσημÝρι της 10ης Απριλßου καταρτßστηκε το σχÝδιο και το δειλινü Üρχισαν üλοι να μαζεýονται στις προσδιορισμÝνες θÝσεις. ΚατÜ τις 6.30 ακοýστηκε επÜνω στο Ζυγü η ομοβροντßα του ελληνικοý επικουρικοý σþματος, που εßχε φθÜσει απü τη ΔερβÝστικα. ¼ταν νýχτωσε οι περισσüτεροι της φρουρÜς εßχαν βγει Ýξω απü την πüλη και περßμεναν το σýνθημα του ξεκινÞματος. Το σχÝδιü τους üμως προδüθηκε και οι Τουρκοαιγýπτιοι Üρχισαν να τους κτυποýν με πυκνÜ πυρÜ κανονιþν και τουφεκιþν. ΤελικÜ οι ¸λληνες αποφÜσισαν να κινηθοýν' üρμησαν οι Üνδρες των δýο πρþτων σωμÜτων με τα γιαταγÜνια και τα σπαθιÜ τους επÜνω στις εχθρικÝς γραμμÝς. ΚαμιÜ δýναμη δεν Þταν ικανÞ να αναχαιτßσει το χεßμαρρο εκεßνο των απελπισμÝνων. Ο καθÝνας τους κοßταζε πως να ανατρÝψει τα εμπüδια που βρßσκονταν μπροστÜ του και να περÜσει. Εκεßνη τη στιγμÞ ακοýστηκε απü το τρßτο σþμα των γυναικüπαιδων η φωνÞ "οπßσω, οπßσω, μωρÝ παιδιÜ!" και αποχωρßστηκαν μερικοß απü τα δýο πρþτα σþματα. Η σýγκρουση Þταν φονικüτατη. Οι ¸λληνες ανατρÝπουν üποιον βρουν μπροστÜ τους και προχωροýν αφÞνοντας πßσω πολλοýς νεκροýς. Την πορεßα τους συνüδευσαν δýο εκρÞξεις απü την πüλη. Η πρþτη απü την Ýκρηξη των υπονüμων και η Üλλη απü την ανατßναξη της πυριτιδαποθÞκης με τον ηρωικü ΧρÞστο ΚαψÜλη. Οι ¸λληνες εßχαν απþλειες και απü τους κρυμμÝνους στα διÜφορα υψþματα και τις χαρÜδρες Αλβανοýς. Μολαταýτα αντιμετþπιζαν με σταθερüτητα τον αüρατο εχθρü.

Εßχε αρχßζει να γλυκοχαρÜζει η ΚυριακÞ των ΒαÀων, üταν η μÜχη Ýπαψε. Εκεß επÜνω μüνο, στην κορυφÞ του Ζυγοý, μπüρεσαν να αναπνεýσουν λßγο ελεýθερα. Απü τους 3000 στρατιωτικοýς που πÞραν μÝρος στην Ýξοδο, μüνο 1300 σþθηκαν. οι υπüλοιποι 1700 σκοτþθηκαν στις συμπλοκÝς της εξüδου. Απü τις γυναßκες, 13 μüνο Σουλιþτισσες σþθηκαν και απü τα παιδιÜ τρßα Þ τÝσσερα. Οι απþλειες των Τουρκοαιγυπτßων υπολογßστηκαν σε 5000. Τη ντροπÞ του ελληνικοý εμφυλßου πολÝμου εξαγνßζει η θυσßα μιας πüλης και των αγωνιστþν της.

Η θυσßα του Μεσολογγßου, που επß 12 ολüκληρους μÞνες αντιστÜθηκε ηρωικÜ, προþθησε το ελληνικü ζÞτημα, üσο καμιÜ Üλλη ελληνικÞ νßκη: πλημμýρισε τους Üλλους ¸λληνες και τους Ευρωπαßους με αισθÞματα θαυμασμοý για τους Üνδρες της φρουρÜς του και τον ηρωικü πληθυσμü του Μεσολογγßου. ΠραγματικÜ σπÜνια συναντÜ κανεßς στις σελßδες της ιστορßας παραδεßγματα παρüμοιας υπερÜνθρωπης ψυχικÞς αντοχÞς. Οι φλüγες του Μεσολογγßου θÝρμαναν τις καρδιÝς των πολιτισμÝνων λαþν και τους ξεσÞκωσαν σε μια αληθινÞ σταυροφορßα για την απελευθÝρωση του ελληνικοý Ýθνους.

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Η Ýξοδος του Μεσολογγßου μÝσα απü τις πηγÝς

ΠεριγραφÞ: http://ellas2.files.wordpress.com/2010/03/exodos.jpg?w=550&h=291Το Μεσολüγγι κÞρυξε την ΕπανÜσταση στις 20 ΜαÀου 1821. Η πρþτη πολιορκßα του ξεκινÜ στις 25 Οκτωβρßου 1822 και λÞγει στις 31 Δεκεμβρßου 1822 με σημαντικÝς απþλειες του εχθροý σε Ýμψυχο και Üψυχο υλικü. Στις 15 Απριλßου 1825 αρχßζει η δεýτερη πολιορκßα απü τον ΚιουταχÞ και ýστερα απü ασφυκτικÞ πολιορκßα ενüς Ýτους και μπροστÜ στον κßνδυνο της ατιμωτικÞς σκλαβιÜς και του θανÜτου απü λιμü, αποφασßζεται η ¸ξοδος της ΦρουρÜς τη νýχτα της 10ης Απριλßου 1826. Απü τα 10.500 περßπου Üτομα που βρßσκονταν τüτε στο Μεσολüγγι, οι 3.500 Þταν οπλοφüροι και ελÜχιστοι απ’ αυτοýς σþθηκαν ξεφεýγοντας απü τον τουρκικü κλοιü μετÜ την προδοσßα του σχεδßου τους. Γυναικüπαιδα και γÝροι που δεν μποροýσαν να πολεμÞσουν και Ýμειναν στην πüλη κλεßστηκαν στις μπαρουταποθÞκες με τον ΚαψÜλη και τον Δεσπüτη ΙωσÞφ και βÜζοντας φωτιÜ στο μπαροýτι ολοκλÞρωσαν τη θυσßα του Μεσολογγßου.

Η νýχτα της Εξüδου θα μεßνει για πÜντα στην ιστορßα σαν σýμβολο εθελοýσιας θυσßας στο βωμü της Ελευθερßας.

Η νýχτα αυτÞ εßναι μßα απü τις ιστορικüτερες για την ανθρωπüτητα. Το Μεσολüγγι συμβολßζει απü τüτε την ελευθερßα και τον ηρωισμü και Ýχει αποτελÝσει πηγÞ Ýμπνευσης πολλþν μεγÜλων δημιουργþν απ’ üλον τον κüσμο (Βýρωνας, Γκαßτε, Ουγκþ, ΝτελακρουÜ, ΝτελανσÜκ). Εκεß, Üφησε την τελευταßα τoυ πνοÞ o Λüρδoς Βýρων προσφÝροντας σημαντικÝς υπηρεσßες στον Αγþνα των “ΕλευθÝρων ΠολιορκημÝνων”.

 

Το Μεσολüγγι μÝσα πü τα κεßμενα

ΛεπτομÝρειες για τη δωδεκÜμηνη πολιορκßα αντλοýνται κυρßως απü απομνημονευματογρÜφους. Βεβαßως και απü τα Ýγγραφα, και ειδικÜ απü την «Αλληλογραφßα ΦρουρÜς Μεσολογγßου 1825-26» (Ýνα «σþμα» απü τÝσσερις περßπου εκατοντÜδες κεßμενα, που εκδüθηκαν συγκεντρωμÝνα το 1963).

 

«¸σφαξαν Ýνα γαúδουρÜκι…»

Πρþτη πηγÞ εßναι ο N. Κασομοýλης (1792-1872). O 29χρονος τüτε αγωνιστÞς μετÜ την επαναστατικÞ του δρÜση στη Δ. Μακεδονßα, βρßσκεται στο πολιορκημÝνο Μεσολüγγι. Nα υπενθυμßσουμε üτι ανÜμεσα στις 2.701 χειρüγραφες σελßδες, που συγκρüτησαν τα τρßτομα «ΣτρατιωτικÜ ενθυμÞματÜ»του, που εξÝδωσε το 1939 ο Γ. ΒλαχογιÜννης, βρßσκεται και η απüφαση της Εξüδου. ¼ταν οι οπλαρχηγοß πÞραν την ηρωικÞ απüφαση ομοφþνως «… θεωροýντες üτι εξÝλιπεν κÜθε ελπßς βοηθεßας και προμηθεßας τüσον απü την θÜλασσαν καθþς και απü την ξηρÜν…», τη συνÝταξε ο εγγρÜμματος επßσκοπος Pωγþν IωσÞφ και την υπαγüρευσε στον Κασομοýλη.

«Απü τα μÝσα Φεβρουαρßου 1826 Üρχισαν πολλαßς φαμελλιαßς νÜ υστεροýνται τü ψωμß. Mßα Mεσολογγßτισσα, Þτις περιÝθαλπεν ασθενÞ καß τüν αυτÜδελφüν μου MÞτρον, ετελεßωσεν τÞν θροφÞν της, καß μυστικÜ, μαζý μÝ δýο φαμελλιαßς Mεσολογγßτικες, Ýσφαξαν Ýνα γαúδουρÜκι, πωλÜρι ποý τü Ýφαγαν. Tαßς ηýρα οποý Ýτρωγαν. Eρþτησα ποý ηýραν τü κρÝας, καß τρüμαξεν η ψυχÞ μου üταν Þκουσα üτι Þτο γαúδοýρι. Mßα συντροφιÜ στρατιωτþν Kραβαριτþν εßχεν Ýναν σκýλον καß, κρυφÜ καß αυτοß, τüν Ýσφαξαν καß τüν μαγεßρευσαν. Eμαθητεýθη καß τοýτο. HμÝραν παρ ημÝραν αυξÜνουσα η πεßνα, Ýπεσεν καß η πρüληψις καß üλα τοý να τρþγουν ακÜθαρτα, καß Üρχισαν αναφανδüν πλÝον νÜ σφÜζουν Üλογα, μουλÜρια, γαúδοýρια καß ακüμη νÜ τÜ πωλοýν μιÜ λßρα τÞν οκÜ οι ιδιοκτÞται των καß ποý να προφθÜσουν: Tρεßς ημÝραις επÝρασαν καß ετελεßωσαν καß αυτÜ τÜ ζþα… Aρχßσαμεν, περß τÜς 15 Mαρτßου, ταßς πικραλÞθραις, χορτÜρι τÞς θαλÜσσης. Tü εβρÜζομεν πÝντε φοραßς Ýως üτου Ýβγαινεν η πικρÜδα, καß τü ετρþγαμε μÝ ξεßδι καß λÜδι ωσÜν σαλÜτα, αλλÜ καß μÝ ζουμß απü καβοýρους ανακατωμÝνον καß τοýτο. Eδüθησαν καß εις τοýς ποντικοýς, πλÞν Þταν ευτυχÞς üστις εδýνατο νÜ πιÜση Ýναν. BατρÜχους δÝν εßχαμε κατÜ δυστυχßαν..».

 

ΠεριγραφÞ: http://ellas2.files.wordpress.com/2010/03/messolongi.jpg?w=209&h=300«Πολλοß επροτßμησαν να ταφþσιν υπü τα ερεßπια»

Δεýτερη «ζωντανÞ» πηγÞ εßναι ο AρτÝμιος Mßχος (1803-1873). O Γιαννιþτης αγωνιστÞς βρÝθηκε στο πολιορκημÝνο Μεσολüγγι απü τον Απρßλιο του 1825 μÝχρι τον επüμενο ΙανουÜριο. Κρατοýσε ημερολογιακÝς σημειþσεις, τις οποßες και δημοσßευσε με τον τßτλο «Σýντομος περιγραφÞ εν εßδει ημερολογßου των αξιολογοτÝρων συμβÜντων της B Πολιορκßας του Μεσολογγßου, αρχομÝνη απü 12ης Aπριλßου 1825 και λÞγουσα την 25η Ιανουαρßου 1826». Στο δεýτερο μÝρος, με τον τßτλο «Τα κατÜ την πολιορκßαν του Mεσολογγßου αφ ης εποχÞς, Ýνεκα των περιστÜσεων, Ýπαυσεν εκδιδομÝνη η εφημερßς Tα EλληνικÜ XρονικÜ», εκθÝτει και τα γεγονüτα της Eξüδου.

«KανονισθÝντος του σχεδßου της εξüδου Ýκαστος απÞλθεν εις την θÝσιν του και Þρχισαν αι της εξüδου προπαρασκευαß μεθ üλης της ησυχßας, αλλÜ και μεθ üλης της δραστηριüτητος. Mετ αγαλλιÜσεως δε Ýβλεπε τις εις τα πρüσωπα της ηρωικÞς εκεßνης φρουρÜς ζωγραφισμÝνον το θÜρρος, την απüφασιν και την πεποßθησιν εις την βοÞθειαν του θεοý περß της επιτυχßας του μεγÜλου Ýργου το οποßον ετοιμÜζοντο να επιχειρÞσωσιν. YπÞρχον τüτε εν τω φρουρßω Ýως 300 ασθενεßς και πληγωμÝνοι. Πολλοß εκ τοýτων, επροτßμησαν να ταφþσιν υπü τα ερεßπια της ενδüξου πüλεως και οýτω οχυρωθÝντες εις τας ισχυροτÝρας οικßας να πωλÞσωσιν ακριβÜ το αßμα των…».

 

«ΕπÝσαμεν εις τα περιχαρακþματα»

EπιστολÞ Nüτη Μπüτσαρη, Kßτσου TζαβÝλα, Φωτοματα, Δ. MακρÞ κ.Ü. οπλαρχηγþν προς την κυβÝρνηση δýο μÝρες μετÜ την Eξοδο.

ΠεριγραφÞ: http://ellas2.files.wordpress.com/2010/03/ceadcebecebfceb4cebfcf82.jpg?w=376&h=400«Mε την ελπßδα να μας καταφθÜσουν τα καρÜβια και να μας μπÜσουν ζαερÝν (εφüδια και τροφÝς) εφθÜσαμεν εις την αθλιοτÜτην κατÜστασιν… Tα καρÜβια δε τα ελληνικÜ μßαν φορÜν εφÜνησαν εις τον λιμÝνα μας και επειδÞ Þταν ολßγα, üχι (μüνον) δεν Ýβλαψαν τον εχθρüν, αλλÜ και εδιþχθησαν. Kαι επεριμÝναμεν οκτþ ημÝρας τρþγοντες θαλÜσσια χüρτα και πλÝον δεν τα ματαεßδαμεν. Eφθασε να πεθαßνουν και απü εκατüν πενÞντα την ημÝραν.Δια να μην χαθεß üμως με την ολüτητα το στρατιωτικüν, απεφασßσαμεν να εβγοýμεν με Ýξοδον με τα σπαθιÜ εις τα χεßρας, να εβγÜλωμεν και üλον το αδýνατον μÝρος και üποιος γλυτþσει, πρÜγμα οποý δεν Ýγινε ποτÝ εις τον κüσμον. Λοιπüν εις τα 10 του παρüντος, το βρÜδυ τα τρεις þρας της νυκτüς, εκÜμαμεν την Ýξοδον, μÝσον τα γεφýρια και επÝσαμεν εις τα εχθρικÜ περιχαρακþματα… EπλÝχθημεν üμως εις τον κÜμπον και πολεμοýντες ετραβοýμαν προς το βουνü. EβÜσταξεν ο πüλεμος εξ þρας….».

 

«… Και τüτε Ýδωσε πυρ»

Τρßτη πηγÞ εßναι ο αγωνιστÞς ΣπυρομÞλιος (1800-1880). O αγωνιστÞς απü τη XιμÜρα Þταν Ýνας απü τους λßγους σπουδαγμÝνους στρατιωτικοýς της επανÜστασης (10 χρüνων εßχε σταλεß στην Iταλßα να σπουδÜσει στρατιωτικÜ). Aπü το τÝλος του 1825 μαχüταν στο Mεσολüγγι και τον IανουÜριο του 1826 Þταν μÝλος της επιτροπÞς των πολιορκημÝνων που στÜλθηκε στο Nαýπλιο για να ζητÞσει ενισχýσεις απü την κυβÝρνηση. EπÝστρεψε απü εκεß τις τελευταßες μÝρες της πολιορκßας, αλλÜ δεν στÜθηκε δυνατü να μπει στην πüλη. Παρακολουθοýσε την Eξοδο απü «το üρος ΠεταλÜ, απ üπου φαßνεται το Mεσολüγγιον». Στα απομνημονεýματÜ του με τον τßτλο το «Xρονικü του Mεσολογγßου 1825-1826» παραθÝτει πληροφορßες απü «εξοδßτες».

«Eßδομεν üτι εκαßοντο üλαι αι γýρωθεν του φρουρßου καλýβαι της φρουρÜς. Πüλεμος εκ μÝρους του στολßσκου εις Aνεμüμυλον, πüλεμος ηκοýετο εις διÜφορα μÝρη της πüλεως και τα τουρκικÜ κανονοστÜσια εκανονοβüλουν προς την πüλιν. Tαýτα μας Ýδιδον να καταλÜβωμεν üτι Ýπεσε το Mεσολüγγιον, üτι οι Tοýρκοι εκυρßευσαν το φροýριον κι üτι οι Eλληνες κατÝφυγον εις τινα οσπßτια και αντÝχουν διÜ να αποθÜνουν πολεμþντας… Eν τοσοýτω εντüς της πüλεως ο πüλεμος διÞρκεσεν τρεις ημÝρας. EπολÝμουν εις τα οσπßτια Ýως üτου εßχον πολεμοφüδια και üταν τα ετελεßωσαν Ýδιδον πυρ εις το οσπßτιον και εκαßοντο. O XρÞστος KαψÜλης Ýβγαζεν τας γυναßκας εις τα παρÜθυρα διÜ να τας ιδþσιν οι Tοýρκοι και εκ τοýτων να παρακινηθþσιν να Ýμβουν. Aφησεν οýτως þστ εσυνÜχθησαν πλÞθος Tοýρκων και τüτε Ýδωσε πυρ εις την πυριτααποθÞκην, οποý Þσαν τεσσαρÜκοντα κιβþτια πυρßτιδας και οýτως απÝθανεν ενδüξως και αυτüς, Ýσωσεν απü την αιχμαλωσßαν και την ατιμßαν τüσας ψυχÜς, συνεπιφÝρων τον θÜνατον και εις πλÞθος Tοýρκων… Oýτως Ýπεσε το Mεσολüγγιον μετÜ δωδεκÜμηνον στενÞν πολιορκßαν».

ΑποσπÜσματα εγγρÜφων απü Üρθρο του ΤÜκη ΚατσιμÜρδου που δημοσιεýτηκε στην εφημερßδα “Ημερησßα” 8/4/2006.

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Τα οχυρÜ του Μεσολογγßου

ΓρÜφει ο ΓIΩPΓOΣ MAKAPONAΣ

KAΘE χρüνο, στην επÝτειο της Eξüδου του Mεσολογγßου, οι ρÞτορες εξαßρουν στους πανηγυρικοýς τους την αντοχÞ του "φρÜχτη", δηλαδÞ των οχυρωματικþν Ýργων, αλλÜ παραλεßπουν συνÞθως να μνημονεýσουν το üνομα του κατασκευαστÞ τους, του μηχανικοý-τειχοποιοý MιχαÞλ Kοκκßνη.

H παρÜλειψη αυτÞ εßναι προφανþς απüτοκος της αχαρακτÞριστης αδιαφορßας της Πολιτεßας, η οποßα επß 150 χρüνια δεν εßχε αξιωθεß να ανεγεßρει Ýνα μνημεßο στον πρωτεργÜτη της οχýρωσης, που σκοτþθηκε μÜλιστα κατÜ την ¸ξοδο, πολεμþντας ηρωικÜ. XρειÜστηκε να πÜρει την πρωτοβουλßα το Tεχνικü EπιμελητÞριο EλλÜδος, για να στηθεß επιτÝλους το 1975, στον KÞπο των Hρþων του Mεσολογγßου, το μνημεßο που του Üξιζε.

Πριν προχωρÞσουμε στην παρουσßαση της προσωπικüτητας του Kοκκßνη, ας δοýμε πþς Ýγιναν τα οχυρωματικÜ Ýργα που δημιοýργησαν τον θρýλο της IερÜς Πüλεως. H εφημερßδα του MÜγερ "EλληνικÜ χρονικÜ", στο φýλλο της 4ης Oκτωβρßου 1824, περιγρÜφει με ενÜργεια την περιρρÝουσα ατμüσφαιρα και τις συνθÞκες κÜτω απü τις οποßες πραγματοποιÞθηκε το θαýμα:

"Eυφραßνεται η ψυχÞ ενüς ¸λληνος, üταν πλησιÜζη εις τα τεßχη του Mεσολογγßου. Πüσαι ιδÝαι του διεγεßρονται εις τον νουν, üταν βλÝπη εξ οργυιÜς χανδÜκι να κατασταßνη νησß το Mεσολüγγι, εκεß üπου προ δýο χρüνων δεν Þτο παρÜ εν ασýμμετρον αυλÜκι, το οποßον ημποροýσε να πηδÞση Ýνας Üνθρωπος! ¼ταν βλÝπη κανονιοστÜσια λιθüκτιστα με πÝντε και δÝκα κανüνια το καθÝνα εκεß üπου δεν Þταν παρÜ πεντÝξη πλßνθοι κολλημÝνοι Ýνας επÜνω εις τον Üλλον, πεντÝξη πÝτρες μια επÜνω εις την Üλλην και μερικÝς κüφες με χþμα!"

"Ποßος μονÜρχης επρüσταξε, ποßος βασιλικüς θησαυρüς εξþδευσε δια να γßνη αυτü το τüσον αναγκαßον, το τüσον σωτηριþδες εις την EλλÜδα Ýργον; ¼ποιος ξÝνος εμβαßνει εις την πüλιν, ερωτÜ και τον αποκρßνονται: H κοινÞ θÝλησις, απü το Ýνα μÝρος, και τα κοινÜ εισοδÞματα, ενωμÝνα με τας αυτοπροαιρÝτους συνεισφορÜς ολßγων φιλογενþν, απü το Üλλο, ωχýρωσαν, καθþς βλÝπεις, το Mεσολüγγι".

"¸νας μηχανικüς διÜ τον οποßον δεν εξωδεýονταν περισσüτερα αφ' üσα χρειÜζεται να ζÞση οικονομικÜ Ýνας Üνθρωπος- και οι πρüκριτοι της πüλεως, κυλισμÝνοι μÝσα εις τες λÜσπες, επιστατοýσαν εις το Ýργον και εβαστοýσαν τα Ýξοδα διÜ τους μαστüρους και διÜ τας αναγκαßας ýλας της οικοδομÞς".

"Eκτüς üπου καθ' Ýνας εστοχÜζετο ιερüν το αργýριον üπου εßχεν εις τας χεßρας του, Üνοιγε και ο Ýνας επÜνω εις τον Üλλον τÝσσερα μÜτια, διÜ να μην κÜμη οýτε Ýναν οβολüν κατÜχρησιν, διüτι δεν εßναι μονÜρχης, δεν εßναι βασιλικüς θησαυρüς üπου εξοδεýει, εξοδεýουν üλοι οι ¸λληνες".

"¶λλες φορÝς Þσαν εορτÝς και σχüλες. Tüτε οýτε εορτÝς οýτε σχüλες Þσαν διÜ τους Mεσολογγßτας. Eις τοιαýτας ημÝρας, μÜλιστα, ÝβλεπÝ τις τες γυναßκες üλες, χωρßς εξαßρεσιν, στολισμÝνες να διαβαßνουν, κατÜ σειρÜν, απü την αγορÜν, χωρßς πλÝον να συστÝλλωνται απü τον κüσμον, και να κουβαλοýν με τους þμους και με τας αμασχÜλας των πÝτρες εις το τεßχος (...)".

"Eις την πολιορκßαν του OμÝρ-ΠασÜ ο Mεσολογγßτης απεφÜσισε να αποθÜνη και ο γεßτονÜς του Þλθε να τον βοηθÞση οπßσω απü τους πλßνθους και απü μιαν οργυιÜν χανδÜκι, και εδοξÜσθη και ο Ýνας και ο Üλλος, αποκροýσαντες τον κßνδυνον".

 

Tο σωτÞριο χαντÜκι

Στο σημεßο αυτü θα υπογραμμßσουμε την αναφορÜ που κÜνει ο MÜγερ στην πολιορκßα του OμÝρ ΠασÜ, δηλαδÞ του OμÝρ Bρυþνη. Πρüκειται για την πρþτη πολιορκßα του Mεσολογγßου, που Üρχισε στις 25 Oκτωβρßου 1822 και Ýληξε στα τÝλη του Δεκεμβρßου του ßδιου χρüνου, με το μακελειü των Tοýρκων, κατÜ το ρεσÜλτο που Ýκαναν πÜνω στο τειχß, τα χαρÜματα των XριστουγÝννων. Σ' üλες τις ντÜπιες, σ' üλα τα πüστα οι φýλακες γρηγοροýσαν και με το πρþτο σινιÜλο μετÝτρεψαν το γιουροýσι των πολιορκητþν σε νεκροταφεßο. Σκοτþθηκαν 500 περßπου Aρβανßτες και οι πασÜδες το Ýβαλαν στα πüδια στις 31 Δεκεμβρßου.

"Tο Mεσολüγγι -σημειþνει επιγραμματικÜ ο Δημ. ΦωτιÜδης- μ' Ýνα χαντÜκι θα Ýσωζε τη ΔυτικÞ EλλÜδα κι αργüτερα ολüκληρη την πατρßδα". (Δημ. ΦωτιÜδη: "H EπανÜσταση του '21", τ. 2ος σελ. 240).

ΠεριγραφÞ: http://2.bp.blogspot.com/_QMD3uDrxxgM/S2NbxT97t-I/AAAAAAAAGv4/s2bgzdanKek/s320/%CF%83%CE%AC%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B70003.jpgAλλÜ πþς Þταν στην πραγματικüτητα αυτü το χαντÜκι; KατÜ την πρþτη πολιορκßα εßχε βÜθος ενüς μÝτρου και κÜτι, πλÜτος δε δýο μÝτρα. Στη δεýτερη πολιορκßα, η τÜφρος του Kοκκßνη εßχε βÜθος τρßα μÝτρα και πλÜτος οκτþ Ýως εννÝα μÝτρα. Aπü τα δýο Üκρα της τÜφρου Ýμπαινε το νερü της λßμνης. H μÜντρα -το τειχß- στην πρþτη πολιορκßα Þταν στο ýψος του ανθρþπου. Στη δεýτερη, Ýφτανε τα δýο Ýως τριÜμισι μÝτρα.

Στο χαμηλü τειχß της πρþτης πολιορκßας εßχαν στÞσει 14 παλιÜ κανüνια. Στη δεýτερη πολιορκßα, ο Kοκκßνης εßχε εξοπλßσει τις ντÜπιες με τÝσσερις λουμπÜρδες (βομβοβüλα) και 48 σιδερÝνια κανüνια. Aυτü Þταν συνοπτικÜ το "χαντÜκι".

Θεωροýμε σκüπιμο να παραθÝσουμε εδþ την αιρετικÞ γνþμη του Σπυρßδωνος Tρικοýπη για τα οχυρωματικÜ Ýργα του Mεσολογγßου και τον κατασκευαστÞ τους:

"Διηγοýμενοι τα της πρþτης πολιορκßας του Mεσολογγßου, επεριγρÜψαμεν το τεßχος του. ¸κτοτε το τεßχος τοýτο εδυναμþθη και Ýλαβε νÝαν μορφÞν υπü την ακÜματον φροντßδα του MιχαÞλ Kοκκßνη. Eκκαθαρßσθη δε, επλατýνθη και εβαθýνθη και η τÜφρος.

"Eπαιρüμενος ο τειχοποιüς Kοκκßνης επß τοις Ýργοις του, ειδοποßει επισÞμως τον διευθυντÞν της ΔυτικÞς EλλÜδος MαυροκορδÜτον, üτι "το οχýρωμα τοýτο ικανüν Þτο ν' ανθÝξη εις πÜσαν εχθρικÞν προσβολÞν και üτι επισκεφθÝντες αυτü ¶γγλοι το εθαýμασαν και εξεπλÜγησαν".

"OυδÝν εßχε, βεβαßως, το οχýρωμα τοýτο ικανüν να κινÞση εις θαυμασμüν Þ να φÝρη εις Ýκπληξιν τον επισκεπτüμενον αυτü ειδÞμονα, διüτι ουδ' εýκτιστον καν Þτο το τεßχος. Kαι αν μεθ' üλης της ατελεßας του, η πüλις δεν ηλþθη υπü των εχθρþν ει μη καθ' ην ημÝραν εγκατελεßφθη υπü των προμÜχων της, ας ενθυμηθþμεν, üτι "Üνδρες η πüλις, ου τεßχη"". (Σπ. Tρικοýπη: "Iστορßα της EλληνικÞς EπαναστÜσεως", τ. 3ος, σελ. 279-280).

Στις ημÝρες μας σþζεται μικρü μüνο τμÞμα του τεßχους. "H κυβÝρνησις -γρÜφει ο N. MακρÞς- επÝφερε την καταστροφÞν εν τω ιστορικωτÝρω σημεßω διÜ της ανεγÝρσεως του κεντρικοý σταθμοý του σιδηροδρüμου BορειοδυτικÞς EλλÜδος". (NικολÜου MακρÞ: "Iστορßα του Mεσολογγßου". ¸κδοση 1908).

 

MαθηματικÜ και Γεωδαισßα

O N. MακρÞς στο προαναφερüμενο βιβλßο του, ο καθηγητÞς ΣωκρÜτης KουγÝας ("Eκατονταετηρßς του Mεσολογγßου"), ο στρατηγüς I. Iωαννßδης ("Πολιορκßαι του Mεσολογγßου"), ο Kων. Στασινüπουλος ("Tο Mεσολüγγι"), ο βιογρÜφος του Kοκκßνη ΠÜνος Nτοýλης ("Πρþτοι ¸λληνες Tεχνικοß EπιστÞμονες Περιüδου AπελευθÝρωσης", Ýκδοση Tεχνικοý Eπιμελητηρßου EλλÜδος, AθÞνα 1976) και Üλλοι αναφÝρουν ως τüπον καταγωγÞς του MιχαÞλ Kοκκßνη τη Xßο. "Aυτüχθων ¸λλην" γρÜφει ο Σπυρομßλιος (Στρατηγοý Σπυρομßλιου: "Aπομνημονεýματα").

Πολιορκßα του Μεσολογγßου (1825-1826), Πßνακας του Π. ΖωγρÜφου. 1. Τουρκοαιγυπτιακüς στüλος, 2. ΤουρκοαιγυπτιακÜ στρατεýματα, 3. Το Μεσολüγγι, 4. Το νησÜκι Κλεßσοβα, 5. ΕλληνικÜ στρατεýματα, 6. ΤουρκικÜ κανüνια

 

KατÜ τον Π. Nτοýλη, εßχε σπουδÜσει μηχανικüς "κατÜ πÜσαν πιθανüτητα εις την Γαλλßαν" κι εγνþριζε, εκτüς των γαλλικþν, ιταλικÜ, γερμανικÜ και πιθανþς ρουμÜνικα. Πριν απü την EπανÜσταση, απü το 1810 κι Ýπειτα, δßδαξε μαθηματικÜ, γεωδαισßα, σχÝδιο και γερμανικÜ στην ανωτÝρα ελληνικÞ σχολÞ του Bουκουρεστßου.

Στη Pουμανßα, ο Kοκκßνης εßχε προσφÝρει τις υπηρεσßες του και στην αποτυχοýσα επανÜσταση των Παραδουναβßων Xωρþν. KατÜ τα μÝσα του 1822 πÞρε την απüφαση να κατÝβει στην EλλÜδα, για να βοηθÞσει τον Aγþνα. Tον ΦεβρουÜριο του 1823 φθÜνει στο Mεσολüγγι μÝσω Iταλßας. AμÝσως ο AλÝξανδρος MαυροκορδÜτος του αναθÝτει την εκπüνηση μελÝτης και τη διεýθυνση κατασκευÞς των οχυρωματικþν Ýργων.

O Kοκκßνης Üρχισε την κατασκευÞ στις 7 Mαρτßου 1823 και ολοκλÞρωσε τα Ýργα στα τÝλη του 1824. ¹ταν Üθλος, κατÜ γενικÞ ομολογßα. Oι Mεσολογγßτες ανακÞρυξαν τον Kοκκßνη επßτιμο πολßτη του Mεσολογγßου με ψÞφισμα της 17ης Iανουαρßου 1825. Tο Yπουργεßο ΠολÝμου, του απÝνειμε τον βαθμü του χιλιÜρχου και τον διüρισε αρχηγü του φρουρßου του Mεσολογγßου στις 4 Mαρτßου 1825.

Tελευταßο Ýργο του Kοκκßνη Þταν οι γÝφυρες της Eξüδου της 10ης Aπριλßου 1826. ¼ταν πραγματοποιÞθηκε η γεφýρωση της τÜφρου, δüθηκε το σýνθημα για το Üλμα προς τη ζωÞ Þ τον θÜνατο. O ÞρωÜς μας θα δþσει και τη ζωÞ του για την πατρßδα.

O Kασομοýλης θα γρÜψει αργüτερα: "Aπü τους σημαντικοýς Ýμειναν και δεν εφÜνησαν εκεß, φονευθÝντες... ο Mιχ. Π. Kοκκßνης, τειχοποιüς-αρχιτÝκτων". (Nικ. Kασομοýλη: "EνθυμÞματα ΣτρατιωτικÜ", τ. 2ος, σελ. 282).

Kαι ο Παπαρρηγüπουλος αναφÝρει üτι Ýπεσε στην ¸ξοδο "ο πλεßστον συντελÝσας εις την Üμυναν μηχανικüς MιχαÞλ Kοκκßνης" (Kων. Παπαρρηγüπουλου: "Iστορßα του Eλληνικοý ¸θνους", τ. 5ος, σελ. 892).

Στο Ýμμετρο ιστορικü Ýπος "MεσολογγιÜς" διαβÜζουμε:

"Tüτ' Ýπεσεν ο Ýνδοξος μηχανικüς Kοκκßνης,

οι ακουσμÝνοι αρχηγοß ΣαδÞμας και ΣτουρνÜρας

και σýμπασα των Γερμανþν η μεγαλüφρων

φÜλαγξ, η κορυφαßον Ýχουσα τον MÜγερ..."

Eυλüγως φαντÜζεται κανεßς, üτι η Πολιτεßα θα φρüντιζε την οικογÝνειÜ του, μετÜ τον θÜνατο ενüς τÝκνου της που πρüσφερε τüσα πολλÜ στην πατρßδα. ΣυνÝβη το αντßθετο.

MετÜ την ¸ξοδο, η χÞρα Mαρßα Kοκκßνη, με αναφορÜ της απü 4 MαÀου 1826, ζητεß απü τη Διοßκηση βοÞθεια: "ΔÝομαι μετÜ δακρýων ελεεινþν και προστρÝχω εις την υμετÝραν φιλογÝνειαν να λÜβητε συμπÜθειαν προς εμÝ την ξÝνην και εις τα ανÞλικα τÝκνα μου, üπου πεινþμεν και ελεεινþς κατατηκüμεθα, υστερημÝνη και αυτοý του συζýγου μου".

Mε Üλλη αναφορÜ της απü 9 Σεπτεμβρßου 1829 ικετεýει και πÜλι να της δοθεß βοÞθεια. Kαι, τÝλος, με τρßτη αναφορÜ της απü 7 Nοεμβρßου 1832 διαμαρτýρεται για την καθυστÝρηση του γλßσχρου επιδüματος που απεφÜσισε η Διοßκηση να της δοθεß.

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Η λαúκÞ μοýσα για το Μεσολüγγι

 

"Ποιος θε ν´ ακοýσει κλÜηματα"

Ποιος θε ν´ ακοýσει κλÜηματα, γυναßκεια μοιρολüγια;

Ας πÜει ν´ απü τη Ροýμελη κι απü το Μεσολüγγι,

κι εκεß ν´ ακοýσει κλÜηματα, γυναßκεια μοιρολüγια,

πως κλαιν οι μÜνες για παιδιÜ και τα παιδιÜ για μÜνες.

Δεν κλαßνε για το σκοτωμü, που θε να σκοτωθοýνε,

μüν´ κλαßνε για το σκλαβωμü, που θε να σκλαβωθοýνε.

 

"Το δüλιο Μεσολüγγι"

Τ' Ýχεις, καημÝνε κüρακα, και σκοýζεις και φωνÜζεις.

Μην εßν' τ' αυγÜ σου μελανÜ και τα πουλιÜ μαýρα;

Δεν εßν' τ' αυγÜ μου μελανÜ, ουδÝ τα πουλιÜ μου μαýρα.

Εγþ, πουλß μ' , διψþ για αßματα, εγþ διψþ για λÝσια.

¸βγα ψηλÜ στον Κüζιακα, ψηλÜ στο Κορφοβοýνι

κι αγνÜντεψε τη ΛιβαδειÜ, το δüλιο Μεσολüγγι,

να ιδεßς κορμιÜ τ' απßστωμα παλικÜρια ξαπλωμÝνα.

 

Η λαúκÞ μοýσα Ýκλαψε τον πρωτεργÜτη της ¢μυνας του Μεσολογγιοý ΘανÜση Ραζηκüτσικα με τον περιπαθÞ στßχο:

ΠαιδιÜ μ´, μας λεßπει ο Κüτσικας, μας λεßπει ο αρχηγüς μας. 

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Οι Ελεýθεροι πολιορκημÝνοι του Δ. Σολωμοý

Ο Εθνικüς μας ποιητÞς, ο Δ. Σολωμüς<  ýμνησε τον αγþνα των πολιορκημÝνων (Απρßλιος 1825) του Μεσολογγßου με το Ýργο του Ελεýθεροι ΠολιορκημÝνοι.

ΠαρακÜτω παραθÝτουμε και τα τρßα σχεδιÜσματα αυτοý του Ýργου.

ΜελετÞστε τα και αποκτÞστε συνεßδηση Ιστορßας!

 

Διονýσιος Σολωμüς

Οι Eλεýθεροι ΠολιορκημÝνοι, σχεδßασμα Α´

Tüτες εταραχτÞκανε τα σωθικÜ μου και Ýλεγα πως Þρθε þρα να ξεψυχÞσω· κι’ ευρÝθηκα σε σκοτεινü τüπο και βροντερü, που εσκιρτοýσε σαν κλωνß στÜρι στο μýλο που αλÝθει ογλÞγορα, ωσÜν το χüχλο στο νερü που αναβρÜζει· ετüτες εκατÜλαβα πως εκεßνο Þτανε το Mεσολüγγι· αλλÜ δεν Ýβλεπα μÞτε το κÜστρο, μÞτε το στρατüπεδο, μÞτε τη λßμνη, μÞτε τη θÜλασσα, μÞτε τη γη που επÜτουνα, μÞτε τον ουρανü· εκατασκÝπαζε üλα τα πÜντα μαυρßλα και πßσσα, γιομÜτη λÜμψη, βροντÞ και αστροπελÝκι· και ýψωσα τα χÝρια μου και τα μÜτια μου να κÜμω δÝηση, και ιδοý μες στην καπνßλα μßα μεγÜλη γυναßκα με φüρεμα μαýρο σαν του λαγοý το αßμα, οποý η σπßθα Ýγγιζε κι’ εσβενüτουνε· και με φωνÞ που μου εφαßνονταν πως νικÜει την ταραχÞ του πολÝμου Üρχισε:
«Tο χÜραμα επÞρα
Tου ¹λιου το δρüμο,
Kρεμþντας τη λýρα
Tη δßκαιη στον þμο,
Kι’ απ’ üπου χαρÜζει
¿ς üπου βυθÜ,
Tα μÜτια μου δεν εßδαν τüπον ενδοξüτερον απü τοýτο το αλωνÜκι.»

2. ΠαρÜμερα στÝκει
O Üντρας και κλαßει·
AργÜ το τουφÝκι
Σηκþνει και λÝει:
«Σε τοýτο το χÝρι
Tι κÜνεις εσý;
O εχθρüς μου το ξÝρει
Πως μου εßσαι βαρý.»

Tης μÜνας ω λαýρα!
Tα τÝκνα τριγýρου
ΦθαρμÝνα και μαýρα
Σαν ßσκιους ονεßρου·
Λαλεß το πουλÜκι
Στου πüνου τη γη
Kαι βρßσκει σπυρÜκι
Kαι μÜνα φθονεß.

3. Γρικοýν να ταρÜζη
Tου εχθροý τον αÝρα
Mιαν Üλλη, που μοιÜζει
T’ αντßλαλου πÝρα·

Kαι ξÜφνου πετιÝται
Mε τρüμου λαλιÜ·
Πολληþρα γρικιÝται,
Kι’ ο κüσμος βροντÜ.

4. AμÝριμνον üντας
T’ AρÜπη το στüμα
Σφυρßζει, περνþντας
Στου MÜρκου το χþμα·

Διαβαßνει, κι’ αγÜλι
Ξαπλþνετ’ εκεß
Που εβγÞκ’ η μεγÜλη
Tου MπÜιρον ψυχÞ.

5. Προβαßνει και κρÜζει
Tα Ýθνη σκιασμÝνα.

6. Kαι ω πεßνα και φρßκη!
Δε σκοýζει σκυλß!

7. Kαι η μÝρα προβαßνει,
Tα νÝφια συντρßβει·
NÜ, η νýχτα που βγαßνει
Kι’ αστÝρι δεν κρýβει.

Διονýσιος Σολωμüς

Οι Eλεýθεροι ΠολιορκημÝνοι, σχεδßασμα B´

¶κρα του τÜφου σιωπÞ στον κÜμπο βασιλεýει·
Λαλεß πουλß, παßρνει σπυρß, κι’ η μÜνα το ζηλεýει.
Tα μÜτια η πεßνα εμαýρισε· στα μÜτια η μÜνα μνÝει·
ΣτÝκει ο Σουλιþτης ο καλüς παρÜμερα και κλαßει:
«¸ρμο τουφÝκι σκοτεινü, τß σ’ Ýχω γω στο χÝρι;
Oποý συ μοýγινες βαρý κι’ ο Aγαρηνüς το ξÝρει.»

2. Tο Mεσολüγγι Ýπεσε την Üνοιξη· ο ποιητÞς παρασταßνει την Φýση, εις τη στιγμÞ που εßναι ωραιüτερη, ως μßα δýναμη, η οποßα, με üλα τ’ Üλλα και υλικÜ και ηθικÜ ενÜντια, προσπαθεß να δειλιÜση τους πολιορκημÝνους· ιδοý οι Στοχασμοß του ποιητÞ:

H ζωÞ που ανασταßνεται με üλες της τες χαρÝς, αναβρýζοντας ολοýθε, νÝα, λαχταριστÞ, περιχυνüμενη εις üλα τα üντα· η ζωÞ ακÝραιη, απ’ üλα της φýσης τα μÝρη, θÝλει να καταβÜλη την ανθρþπινη ψυχÞ· θÜλασσα, γη, ουρανüς, συγχωνευμÝνα, επιφÜνεια και βÜθος συγχωνευμÝνα, τα οποßα πÜλι πολιορκοýν την ανθρþπινη φýση στην επιφÜνεια και εις το βÜθος της.
H ωραιüτης της φýσης, που τους περιτριγυρßζει, αυξαßνει εις τους εχθροýς την ανυπομονησßα να πÜρουν τη χαριτωμÝνη γη, και εις τους πολιορκημÝνους τον πüνο üτι θα τη χÜσουν.

O Aπρßλης με τον ¸ρωτα χορεýουν και γελοýνε,
Kι’ üσ’ Üνθια βγαßνουν και καρποß τüσ’ Üρματα σε κλειοýνε.

Λευκü βουνÜκι πρüβατα κινοýμενο βελÜζει,
Kαι μες στη θÜλασσα βαθιÜ ξαναπετιÝται πÜλι,
Kι’ ολüλευκο εσýσμιξε με τ’ ουρανοý τα κÜλλη.
Kαι μες στης λßμνης τα νερÜ, üπ’ Ýφθασε μ’ ασποýδα,
¸παιξε με τον ßσκιο της γαλÜζια πεταλοýδα,
Που ευþδιασε τον ýπνο της μÝσα στον Üγριο κρßνο·
Tο σκουληκÜκι βρßσκεται σ’ þρα γλυκιÜ κι’ εκεßνο.
MÜγεμα η φýσις κι’ üνειρο στην ομορφιÜ και χÜρη,
H μαýρη πÝτρα ολüχρυση και το ξερü χορτÜρι·
Mε χßλιες βρýσες χýνεται, με χßλιες γλþσσες κραßνει·
¼ποιος πεθÜνη σÞμερα χßλιες φορÝς πεθαßνει.

TρÝμ’ η ψυχÞ και ξαστοχÜ γλυκÜ τον εαυτü της.

3. Eνþ ακοýεται το μαγευτικü τραγοýδι της Üνοιξης, οποý κινδυνεýει να ξυπνÞση εις τους πολιορκημÝνους την αγÜπη της ζωÞς τüσον, þστε να ολιγοστÝψη η αντρεßα τους, Ýνας των EλλÞνων πολεμÜρχων σαλπßζει κρÜζοντας τους Üλλους εις συμβοýλιο, και η σβημÝνη κλαγγÞ, οποý βγαßνει μÝσ’ απü το αδυνατισμÝνο στÞθος του, φθÜνοντας εις το εχθρικü στρατüπεδο παρακινεß Ýναν AρÜπη να κÜμη ü,τι περιγρÜφουν οι στßχοι 4-12.

«ΣÜλπιγγα, κüψ’ του τραγουδιοý τα μÜγια με βßα,
Γυναικüς, γÝροντος, παιδιοý, μη κüψουν την αντρεßα.»

XαμÝνη, αλßμονον! κι’ οκνÞ τη σÜλπιγγα γρικÜει·
AλλÜ πþς φθÜνει στον εχθρü και κÜθ’ ηχþ ξυπνÜει;
ΓÝλιο στο σκüρπιο στρÜτευμα σφοδρü γεννοβολιÝται,
Kι’ η περιπαßχτρα σÜλπιγγα μεσουρανßς πετιÝται·
Kαι με χαροýμενη πνοÞ το στÞθος το χορτÜτο,
T’ αρÜθυμο, το δυνατü, κι’ üλο ψυχÝς γιομÜτο,
Bαρþντας γýρου ολüγυρα, ολüγυρα και πÝρα,
Tον üμορφο τρικýμισε και ξÜστερον αÝρα·
TÝλος μακριÜ σÝρνει λαλιÜ, σαν το πεσοýμεν’ Üστρο,
TρανÞ λαλιÜ, τρüμου λαλιÜ, ρητÞ κατÜ το κÜστρο.

4. Müλις Ýπαυσε το σÜλπισμα ο AρÜπης, μßα μυριüφωνη βοÞ ακοýεται εις το εχθρικü στρατüπεδο, και η βßγλα του κÜστρου, αχνÞ σαν το χÜρο, λÝει των EλλÞνων: «Mπαßνει ο εχθρικüς στüλος.» Tο πυκνü δÜσος Ýμεινε ακßνητο εις τα νερÜ, üπου η ελπßδα απÜντεχε να ιδÞ τα φιλικÜ καρÜβια. Tüτε ο εχθρüς εξανανÝωσε την κραυγÞ, και εις αυτÞν αντιβüησαν οι νεüφθαστοι μÝσ’ απü τα καρÜβια. MετÜ ταýτα μßα ακατÜπαυτη βροντÞ Ýκανε τον αÝρα να τρÝμη πολλÞ þρα, και εις αυτÞ την τρικυμßα

H μαýρη γη σκιρτÜ ως χοχλü μες στο νερü που βρÜζει.

¸ως εκεßνη τη στιγμÞ οι πολιορκημÝνοι εßχαν υπομεßνει πολλοýς αγþνες με κÜποιαν ελπßδα να φθÜση ο φιλικüς στüλος και να συντρßψη ßσως τον σιδερÝνιο κýκλο οποý τους περιζþνει· τþρα οποý Ýχασαν κÜθε ελπßδα, και ο εχθρüς τοýς τÜζει να τους χαρßση τη ζωÞ αν αλλαξοπιστÞσουν, η υστερινÞ τους αντßσταση τους αποδεßχνει MÜρτυρες.

5. Στην πεισμωμÝνη μÜχη
Σφüδρα σκιρτοýν μακριÜ πολý τα πÝλαγα κι’ οι βρÜχοι,
Kαι τα γλυκοχαρÜματα, και μες στα μεσημÝρια,
Kι’ üταν θολþσουν τα νερÜ, κι’ üταν εβγοýν τ’ αστÝρια.
Φοβοýνται γýρου τα νησιÜ, παρακαλοýν και κλαßνε,
Kι’ οι ξÝνοι ναýκληροι μακριÜ πικραßνονται και λÝνε:
«AραπιÜς Üτι, ΓÜλλου νους, σπαθß TουρκιÜς μολýβι,
ΠÝλαγο μÝγα βρÜζ’ ο εχθρüς προς το φτωχü καλýβι.»

6. ¸νας πολÝμαρχος ξÜφνου απομακραßνεται απü τον κýκλο, üπου εßναι συναγμÝνοι εις συμβοýλιο για το γιουροýσι, γιατß τον επλÜκωσε η ενθýμηση, τρομερÞ εις εκεßνη την þρα της Üκρας δυστυχßας, üτι εις εκεßνο το ßδιο μÝρος, εις τες λαμπρÝς ημÝρες της νßκης, εßχε πÝσει κοπιασμÝνος απü τον πολεμικü αγþνα, και αυτοý επρωτÜκουσε, απü τα χεßλη της αγαπημÝνης του, τον αντßλαλο της δüξας του, οποßα Ýως τüτε εßχε μεßνει Üγνωστη εις την απλÞ και ταπεινÞ ψυχÞ του.

MακριÜ απ’ üπ’ Þτα’ αντßστροφος κι’ ακßνητος εστÞθη·
Müνε σφοδρÜ βροντοκοποýν τ’ αρματωμÝνα στÞθη·
«Eκεß ’ρθε το χρυσüτερο απü τα ονεßρατÜ μου·
Mε τ’ Üρματ’ üλα βρüντησα τυφλüς του κüπου χÜμου.
ΦωνÞ ’πε ¯O δρüμος σου γλυκüς και μοσχοβολισμÝνος·
Στην κεφαλÞ σου κρÝμεται, ο Þλιος μαγεμÝνος·
ΠαλληκαρÜ και μορφονιÝ, γεια σου, KαλÝ, χαρÜ σου!
¶κου! νησιÜ, στεριÝς της γης, εμÜθαν τ’ üνομÜ σου.¯
Tοýτος, αχ! ποý ’ν’ ο δοξαστüς κι’ η θεúκιÜ θωριÜ του;
H αγκÜλη μ’ Ýτρεμ’ ανοιχτÞ κατÜ τα γüνατÜ του.
¸ριξε χÜμου τα χαρτιÜ με τς εßδησες του κüσμου
H κορασιÜ τρεμÜμενη
XαρÜ τÞς Ýσβηε τη φωνÞ ποýν’ τþρα αποσβημÝνη·
¶με, χρυσ’ üνειρο, και συ με τη σαβανωμÝνη.
Eδþ ’ναι χρεßα να κατεβþ, να σφßξω το σπαθß μου,
Πριν üλοι χÜσουν τη ζωÞ, κι’ εγ’ üλη την πνοÞ μου·
Tα λßγα απομεινÜρια της πεßνας και τς αντρεßας,

Γκüλφι να τÜχω στο πλευρü και να τα βγÜλω πÝρα,
Που μ’ Ýκραξαν μ’ απαντοχÞ, φßλο, αδελφü, πατÝρα·
Δρüμ’ αστραφτÜ να σχßσω τους σ’ εχθροýς καλÜ θρεμμÝνους,
Σ’ εχθροýς πολλοýς, πολλ’ Üξιους, πολλÜ φαρμακωμÝνους·
Nα μεßνης, χþμα πατρικü, για μισητü ποδÜρι·
H μαýρη πÝτρα σου χρυσÞ και το ξερü χορτÜρι.»

«Θýρες ανοßξτ’ ολüχρυσες για την γλυκιÜν ελπßδα.»

7. KρυφÞ χαρÜ ’στραψε σ’ εσÝ· κÜτι καλü ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτÞς θες τ’ αδελφοποιτοý σου;
ΨυχÞ μεγÜλη και γλυκιÜ, μετÜ χαρÜς σ’ το λÝω:
ΘαυμÜζω τες γυναßκες μας και στ’ üνομÜ τους μνÝω.

EφοβÞθηκα κÜποτε μη δειλιÜσουν και τες επαρατÞρησα αδιÜκοπα,

Για η δýναμη δεν εßν’ σ’ αυτÝς ßσια με τ’ Üλλα δþρα.

Aπüψε, ενþ εßχαν τα παρÜθυρα ανοιχτÜ για τη δροσιÜ, μßα απ’ αυτÝς, η νεþτερη, επÞγε να τα κλεßση, αλλÜ μßα Üλλη της εßπε: «¼χι, παιδß μου· Üφησε νÜμπη η μυρωδιÜ απü τα φαγητÜ· εßναι χρεßα να συνηθßσουμε·

MεγÜλο πρÜμα η υπομονÞ!
Aχ! μας την Ýπεμψε ο Θεüς· κλει θησαυροýς κι’ εκεßνη.

Eμεßς πρÝπει να Ýχουμε υπομονÞ, αν και Ýρχονταν οι μυρωδιÝς.

Aπ’ üσα δßν’ η θÜλασσα, απ’ üσ’ η γη, ο αÝρας.»

Kι’ Ýτσι λÝγοντας εματÜνοιξε το παρÜθυρο, και η πολλÞ μυρωδιÜ των αρωμÜτων εχυνüτουν μÝσα κι’ εγιüμισε το δωμÜτιο. Kαι η πρþτη εßπε: «Kαι το αερÜκι μÜς πολεμÜει.» ¯Mßα Üλλη Ýστεκε σιμÜ εις το ετοιμοθÜνατο παιδß της,

Kι’ Üφ’σε το χÝρι του παιδιοý κι’ εσþπασε λιγÜκι,
Kαι ξÜφνου της εφÜνηκε στο στüμα το βαμπÜκι.

Kαι Üλλη εßπε χαμογελþντας, να διηγηθÞ καθεμßα τ’ üνειρü της,

Kι’ üλες εφþναξαν μαζß κι’ εßπαν πως εßδαν Ýνα.
Kι’ ü,τι αποφÜσισαν μαζß να πουν τα ονεßρατÜ τους,
Eßπα να ιδþ τη γνþμη τους στην υπνοφαντασιÜ τους.

Kαι μßα εßπε: «Mου εφαßνοτουν üτι üλοι εμεßς, Üντρες και γυναßκες, παιδιÜ και γÝροι, Þμαστε ποτÜμια, ποια μικρÜ, ποια μεγÜλα, κι’ ετρÝχαμε ανÜμεσα εις τüπους φωτεινοýς, εις τüπους σκοτεινοýς, σε λαγκÜδια, σε γκρεμοýς, απÜνου κÜτου, κι’ Ýπειτα εφθÜναμε μαζß στη θÜλασσα με πολλÞ ορμÞ,

Kαι μες στη θÜλασσα γλυκÜ βαστοýσαν τα νερÜ μας.»

Kαι μßα δεýτερη εßπε:

«Eγþ ’δα δÜφνες.¯Kι εγþ φως
Kι’ εγþ σ’ φωτιÜ μιαν üμορφη π’ αστρÜφταν τα μαλλιÜ της.»

Kαι αφοý üλες εδιηγÞθηκαν τα ονεßρατÜ τους, εκεßνη ποýχε το παιδß ετοιμοθÜνατο εßπε: «IδÝς, και εις τα ονεßρατα ομογνωμοýμε, καθþς εις τη θÝληση και εις üλα τ’ Üλλα Ýργα.» Kαι üλες οι Üλλες εσυμφþνησαν κι’ ετριγýρισαν με αγÜπη το παιδß της ποýχε ξεψυχÞσει.

           Iδοý, αυτÝς οι γυναßκες φÝρνονται θαυμαστÜ· αυτÝς εßναι μεγαλüψυχες, και λÝνε üτι μαθαßνουν απü μας· δε δειλιÜζουν, μολονüτι τους επÜρθηκε η ελπßδα που εßχαν να γεννÞσουν τÝκνα για τη δüξα και για την ευτυχßα. Eμεßς λοιπüν μποροýμε να μÜθουμε απ’ αυτÝς και να τες λατρεýουμε Ýως την ýστερην þρα. ¯Πες μου και συ τþρα γιατß εχθÝς, ýστερ’ απü το συμβοýλιο, ενþ εστεκüμαστε σιωπηλοß, απομακρýνθηκες ταραγμÝνος·

Nα μου το πης να τüχω γω γκολφισταυρü στον Üδη.

EχαμογÝλασε πικρÜ κι’ ολοýθενε κοιτÜζει·
Kι’ ανεß πολý τα βλÝφαρα τα δÜκρυα να βαστÜξουν.

8. Παρασταßνεται ο IμπραÀμ ΠασÜς συλλογιζüμενος τη σημαντικüτητα της γης, την οποßα θÝλει να κυριÝψη, και τον πüνο και την εντροπÞ του αν δεν το κατορθþση.

Kαθþς εκεß στην AραπιÜ
Xýνεται ανÜερα το σκυλß της δßψας λυσσιασμÝνο.

Mες στην ψυχÞ την αγρικÜ σα σπßθα στη φωτιÜ της.

Kαι συχνÜ τοýπ’ η αρÜθυμη και τρßσβαθη ψυχÞ του:

«KÜμποι, βουνÜ καρπüφορα, και λßμνη ωραßα και πλοýσια.»

«Σ’ τουφÝκι αλλÜξαν και σπαθß το δßχτυ και τ’ αγκßστρι.»

«MÜνα καλÞ παλληκαριþν, και κÜμε τη δικÞ σου.»

«Aιþνια Þθελ’ Þτανε ο πüνος κι’ η ντροπÞ μου.»

9. Eτοýτ’ εßν’ ýστερη νυχτιÜ· üλα τ’ αστÝρια βγÜνει·
Oλονυχτßς ανÝβαινε η δÝηση, το λιβÜνι.

O AρÜπης, τραβηγμÝνος απü τη μυρωδιÜ που εσκορποýσε το θυμßαμα, περßεργος και ανυπüμονος, με βιαστικÜ πατÞματα πλησιÜζει εις το τεßχος,

Kαι απÜνου, ανÜγκη φοβερÞ! σκυλß δεν του ’λυχτÜει.

Kαι ακροÜζεται· αλλÜ τη νυχτικÞ γαλÞνη δεν αντßσκοβε μÞτε φωνÞ, μÞτε κλÜψα, μÞτε αναστεναγμüς· Þθελε πης üτι εßχε παýσει η ζωÞ· οι Þρωες εßναι ενωμÝνοι και, μÝσα τους, λüγια λÝνε

Για την αιωνιüτητα, που μüλις τα χωρÜει·
Στα μÜτια και στο πρüσωπο φαßνοντ’ οι στοχασμοß τους·
Tους λÝει μεγÜλα και πολλÜ η τρßσβαθη ψυχÞ τους.
AγÜπη κι’ Ýρωτας καλοý τα σπλÜχνα τους τινÜζουν·
Tα σπλÜχνα τους κι’ η θÜλασσα ποτÝ δεν ησυχÜζουν·
ΓλυκιÜ κι’ ελεýθερ’ η ψυχÞ σα νÜτανε βγαλμÝνη,
Kι’ υψþναν με χαμüγελο την üψη τη φθαρμÝνη.

10. Aφοý Ýκαψαν τα κρεβÜτια, οι γυναßκες παρακαλοýν τους Üντρες να τες αφÞσουν να κÜμουνε αντÜμα, εις το σπÞλαιο, την υστερινÞ δÝηση. Mι’ απ’ αυτÝς, η γεροντüτερη, μιλεß για τες Üλλες: «¶κουσε, παιδß μου, και τοýτο απü το στüμα μου,

Ποýμ’ üλη κÜτου απü τη γη κι’ Ýνα μπουτσοýνι απ’ Ýξω.
Oρκßζουν σε στη στÜχτ’ αυτÞ
Kαι στα κρεβÜτια τ’ Üτυχα με το σεμνü στεφÜνι·
N’ αφÞστε σÜς παρακαλοýν να τρÝξουμε σ’ εκεßνο,
Nα κÜμουμ’ Üμα το στερνü χαιρετισμü και θρÞνο.»

Kι’ επειδÞ εκεßνος αργοýσε ολßγο να δþση την απüκριση,

¼λες στη γη τα γüνατα εχτýπησαν ομπρüς του,
Kι’ εβÜστααν üλες κατ’ αυτüν τη χοýφτα σηκωμÝνη,
Kαι με πικρü χαμüγελο την üψη τη φθαρμÝνη,
Σα νÜθελ’ Ýσπλαχνα ο Θεüς βρÝξη ψωμß σ’ εκεßνες.

11. Oι γυναßκες, εις τες οποßες Ýως τüτε εßχε φανÞ üμοια μεγαλοψυχßα με τους Üντρες, üταν δÝονται και αυτÝς, δειλιÜζουν λιγÜκι και κλαßνε· üθεν προχωρεß η ΠρÜξη· διüτι üλα τα φερσßματα των γυναικþν αντιχτυποýν εις την καρδιÜ των πολεμιστÜδων, και αυτÞ εßναι η υστερινÞ εξωτερικÞ δýναμη που τους καταπολεμÜει, απü την οποßαν, ως απ’ üλες τες Üλλες, αυτοß βγαßνουν ελεýθεροι.

12. Eßναι προσωποποιημÝνη η Πατρßδα, η MεγÜλη MητÝρα, θεÜνθρωπη, þστε να αισθÜνεται üλα τα παθÞματα, και καθαρßζοντÜς τα εις τη μεγÜλη ψυχÞ της να αναπνÝη την ΠαρÜδεισο·

ΠολλÝς πληγÝς κι’ εγλýκαναν γιατ’ Ýσταξ’ αγιομýρος.

MÝνει Üγρυπνη μÝρα και νýχτα, καρτερþντας το τÝλος του αγþνος· δεν τα φοβÜται τα παιδιÜ της μη δειλιÜσουν· εις τα μÜτια της εßναι φανερÜ τα πλÝον απüκρυφα της ψυχÞς τους·

Στου τÝκνου σýρριζα το νου, Θεοý της μÜνας μÜτι·
Λüγο, Ýργο, νüημα
Aπü το πρþτο μßλημα στον αγγελοκρουμü του.

Για τοýτο αυτÞ εßναι

¹συχη για τη γνþμη τους, αλλ’ üχι για τη Mοßρα,
Kαι μες στην τρßσβαθη ψυχÞ ο πüνος τÞς ’πλημμýρα,

EπειδÞ βλÝπει τον εχθρüν Üσπονδον, Üπονον απü το πολý πεßσμα, και καταλαβαßνει üτι αν το ¸λεος Ýχυνε μες στα σπλÜχνα του üλους τους θησαυροýς του, τοýτοι

TριαντÜφυλλÜ ’ναι θεúκÜ στην κüλαση πεσμÝνα.

13. MÝνουν οι MÜρτυρες με τα μÜτια προσηλωμÝνα εις την ανατολÞ, να φÝξη για νÜβγουνε στο γιουροýσι, και η φοβερÞ αυγÞ,

MνÞσθητι, Kýριε ¯ εßναι κοντÜ· MνÞσθητι, Kýριε ¯ εφÜνη!

EπÜψαν τα φιλιÜ στη γη
Στα στÞθια και στο πρüσωπο, στα χÝρια και στα πüδια.

Mßα φοýχτα χþμα να κρατþ και να σωθþ μ’ εκεßνο.

Iδοý, σεισμüς και βροντισμüς, κι’ εβÜστουναν ακüμα,
Που ο κýκλος φθÜνει ο φοβερüς με τον αφρü στο στüμα,
Kι’ εσχßσθη αμÝσως, κι’ Ýβαλε στης MÜνας τα ποδÜρια
Tης πεßνας και του . . . . . τα λßγα απομεινÜρια·
T’ απομεινÜρια ανÝγγιαγα και κατατρομασμÝνα,
Tα γüνατα και τα σπαθιÜ τα ματοκυλισμÝνα.

14. Tο μÜτι μου Ýτρεχε ρονιÜ κι’ ομπρüς του δεν εθþρα,
Kι’ Ýχασα αυτü το θεúκü πρüσωπο για πολλÞ þρα,
Π’ Üστραψε γÝλιο αθÜνατο, παιγνßδι της χαρÜς του,
Στο φως της καλοσýνης του, στο φως της ομορφιÜς του.

15. ¸χε üσες Ýχ’ η AνατολÞ κι’ üσες ευχÝς η Δýση.

16. M’ üλον που τüτ’ ασÜλευτος στο νου μ’ ο νιος εστÞθη,
Kι’ εßχε τον Þλιο πρüσωπο και το φεγγÜρι στÞθη.

17. Kι’ Üνθιζε μÝσα μου η ζωÞ μ’ üλα τα πλοýτια πüχει.

18. ΣυχνÜ τα στÞθια εκοýρασα, ποτÝ την καλοσýνη.

19. O υιüς σου κρßνος με δροσιÜ φεγγαροστολισμÝνος.

20. Στον ýπνο της μουρμοýριζε την κλÜψα της τρυγüνας.


21.
AνÜξιε δοýλε του Xριστοý, κÜτου τα γüνατÜ σου.

22. Για κοßτα κει χÜσμα σεισμοý βαθιÜ στον τοßχο πÝρα, Kαι βγαßνουν Üνθια πλουμιστÜ και τρÝμουν στον αÝρα· Λοýλουδα μýρια, που καλοýν χρυσü μελισσολüι, ¶σπρα, γαλÜζια, κüκκινα, και κρýβουνε τη χλüη.

23. XιλιÜδες Þχοι αμÝτρητοι, πολý βαθιÜ στη χτßση·
H AνατολÞ τ’ αρχßναγε κι’ ετÝλειωνÝ το η Δýση.
KÜποι απü την AνατολÞ κι’ απü τη Δýση κÜποι·
KÜθ’ Þχος εßχε και χαρÜ, κÜθε χαρÜ κι’ αγÜπη.

24. KÜνε σιμÜ κι’ εßναι ψιλÝς, κÜνε βαριÝς και πÝρα,
Σαν του Mαúοý τες ευωδιÝς γιομüζαν τον αÝρα.

25. H üψη ομπρüς μου φαßνεται, και μες στη θÜλασσ’ üχι,
¼μορφη ως εßναι τ’ üνειρο μ’ üλα τα μÜγια πüχει.

26. Xρυσ’ üνειρο ηθÝλησε το πÝλαγο ν’ αφÞση,
Tο πÝλαγο, που πÜτουνε χωρßς να το συγχýση.

27. Kι’ Ýφυγε το χρυσ’ üνειρο ως φεýγουν üλα τ’ Üλλα.

28. ¹ταν με σÝνα τρεις χαρÝς στην πßκρα φυτρωμÝνες,
¼μως για μÝνα στη χαρÜ τρεις πßκρες ριζωμÝνες.

29. ¼λοι σαν Ýνας, ναι, χτυποýν, üμως εσý σαν üλους.

30. Tου πüνου εστρÝψαν οι πηγÝς απü το σωθικü μου,
¸στρωσ’ ο νους, κι’ ανÝβηκα πÜλι στον εαυτü μου.

31. Tο γλυκü σπßτι της ζωÞς ποýχε χαρÜ και δüξα.

32. ΠαρÜπονο χαμüς καιροý σ’ ü,τι κανεßς κι’ α χÜση.

33. XαρÜ στα μÜτια μου να ιδþ τα πολυαγαπημÝνα,
Που μüδειξε σκληρ’ üνειρο στο σÜβανο κλεισμÝνα.

34. Kαι μετÜ βßας
Tß μüστειλες, χρυσοπηγÞ της Παντοδυναμßας;

35. ¸στρωσ’, εδÝχθ’ η θÜλασσα Üντρες ριψοκινδýνους,
Kι’ εδÝχθηκε στα βÜθη τους τον ουρανü κι’ εκεßνους.

36. ΠÜντ’ ανοιχτÜ, πÜντ’ Üγρυπνα, τα μÜτια της ψυχÞς μου.

37. Oποýν’ ερμιÜ και σκοτεινιÜ και του θανÜτου σπßτι.

38. Tο πολιορκοýμενο Mεσολüγγι Ýχει τριγýρου χÜντακα,
Πüφαγε κüκαλο πολý του Tοýρκου και τ’ AρÜπη.

39. Xθες πρωτοχÜρηκε το φως και τον γλυκüν αÝρα.

40. ΠÜλι μου ξßπασε τ’ αυτß γλυκιÜς φωνÞς αγÝρας,
Kι’ Ýπλασε τ’ Üστρο της νυχτüς και τ’ Üστρο της ημÝρας.

41. Oλßγο φως και μακρινü σε μÝγα σκüτος κι’ Ýρμο.

42. Kι’ üπου η βουλÞ τους συφορÜ, κι’ üπου το πüδι χÜρος.

43. Σε βυθü πÝφτει απü βυθü ως που δεν Þταν Üλλος·
Eκεßθ’ εβγÞκε ανßκητος.

44. Φως που πατεß χαροýμενο τον ¶δη και το χÜρο.

45. O αριθμüς του εχθροý,
Tüσ’ Üστρα δεν εγνþρισεν ο τρßσβαθος αιθÝρας.

46. H Eλπßδα περνÜει απü φριχτÞν ερημßα με
Tα χρυσοπρÜσινα φτερÜ γιομÜτα λουλουδÜκια.

47. XÜνονται τ’ Üνθη τα πολλÜ, ποýχ’ Üσπρα με τα φýλλα.

48. Για να μου ξεμυστηρευθÞ τα αινßγματα τα θεßα.

49. Σ’ ελÝγχ’ η πÝτρα που κρατεßς και κλει φωνÞ κι’ αυτÞνη.

50. Mες στ’ Üγιο BÞμα της ψυχÞς.

51. H δýναμÞ σου πÝλαγο κι’ η θÝλησÞ μου βρÜχος.

52. Στον κüσμο τοýτον χýνεται και σ’ Üλλους κüσμους φθÜνει.

53. Mε φουσκωμÝνα τα πανιÜ περÞφανα κι’ ωραßα.

54. Πολλοß ’ν’ οι δρüμοι πüχει ο νους.

55. H βοÞ του εχθρικοý στρατüπεδου παρομοιÜζεται με τον Üνεμο,
Oποý περνÜει το πÝλαγο και κüβεται στο βρÜχο.

56. Kαι το τριφýλλι εχüρτασε και το περιπλοκÜδι,
Kι’ εχüρευε κι’ εβÝλαζε στο φουντωτü λιβÜδι.

57. Ω γη
O Oυρανüς σε προσκαλεß κι’ η Küλαση βρυχßζει.

58. Kαι με το ροýχο ολüμαυρο σαν του λαγοý το αßμα.

59. Kαι τες ατÜραχες πνοÝς τες πολυαγαπημÝνες.

60. Oι ¸λληνες, με την ελπßδα να φθÜση ο φιλικüς στüλος, κοιτÜζουν τον μακρινü ξÜστερον ορßζοντα κι’ εýχονται
Nα θüλωνε στα μÜτια τους με κÜτι που προβαßνει.

61. Kι’ επüτισÝ μου την ψυχÞ που χüρτασεν αμÝσως.

 

Διονýσιος Σολωμüς

Οι Eλεýθεροι ΠολιορκημÝνοι, σχεδßασμα Γ´

1.
MητÝρα, μεγαλüψυχη στον πüνο και στη δüξα,
Kι’ αν στο κρυφü μυστÞριο ζουν πÜντα τα παιδιÜ σου
Mε λογισμü και μ’ üνειρο, τß χÜρ’ Ýχουν τα μÜτια,
Tα μÜτια τοýτα, να σ’ ιδοýν μες στο πανÝρμο δÜσος,
Που ξÜφνου σοý τριγýρισε τ’ αθÜνατα ποδÜρια
(Kοßτα) με φýλλα της ΛαμπρÞς, με φýλλα τþ Bαúþνε!
Tο θεúκü σου πÜτημα δεν Üκουσα, δεν εßδα,
AτÜραχη σαν ουρανüς μ’ üλα τα κÜλλη πüχει,
Που μÝρη τüσα φαßνονται και μÝρη ’ναι κρυμμÝνα·
AλλÜ, ΘεÜ, δεν ημπορþ ν’ ακοýσω τη φωνÞ σου,
Kι’ ευθýς εγþ τ’ Eλληνικοý κüσμου να τη χαρßσω;
Δüξα ’χ’ η μαýρη πÝτρα του και το ξερü χορτÜρι.

(H ΘεÜ απαντÜει εις τον ποιητÞ και τον προστÜζει να ψÜλη την πολιορκßα του Mεσολογγιοý).

2.
¸ργα και λüγια, στοχασμοß ¯ στÝκομαι και κοιτÜζω ¯
Λοýλουδα μýρια, ποýλουδα, που κρýβουν το χορτÜρι,
Kι’ Üσπρα, γαλÜζια, κüκκινα καλοýν χρυσü μελßσσι.
Eκεßθε με τους αδελφοýς, εδþθε με το χÜρο.¯
Mες στα χαρÜματα συχνÜ, και μες στα μεσημÝρια,
Kαι σα θολþσουν τα νερÜ, και τ’ Üστρα σα πληθýνουν,
ΞÜφνου σκιρτοýν οι ακρογιαλιÝς, τα πÝλαγα κι’ οι βρÜχοι.
«AραπιÜς Üτι, ΓÜλλου νους, βüλι TουρκιÜς, τüπ’ ¶γγλου!
ΠÝλαγο μÝγα πολεμÜ, βαρεß το καλυβÜκι·
Kι’ αλιÜ! σε λßγο ξÝσκεπα τα λßγα στÞθια μÝνουν·
AθÜνατÞ ’σαι, που ποτÝ, βροντÞ, δεν ησυχÜζεις;».
Στην πλþρη, που σκιρτÜ, γυρτüς, τοýτα ’π’ ο ξÝνος ναýτης.
ΔειλιÜζουν γýρου τα νησιÜ, παρακαλοýν και κλαßνε,
Kαι με λιβÜνια δÝχεται και φþτα τον καημü τους
O σταυροθüλωτος ναüς και το φτωχü ξωκλÞσι.
Tο μßσος üμως Ýβγαλε και κεßνο τη φωνÞ του:
«Ψαροý, τ’ αγκßστρι π’ Üφησες, αλλοý να ρßξης Üμε.»

Mες στα χαρÜματα συχνÜ, και μες στα μεσημÝρια,
Kι’ üταν θολþσουν τα νερÜ, κι’ üταν πληθýνουν τ’ Üστρα,
ΞÜφνου σκιρτοýν οι ακρογιαλιÝς, τα πÝλαγα κι’ οι βρÜχοι.
ΓÝρος μακριÜ, π’ απßθωσε στ’ αγκßστρι τη ζωÞ του,
Tο πÝταξε, τ’ αστüχησε, και περιτριγυρνþντας:
«AραπιÜς Üτι, ΓÜλλου νους, βüλι TουρκιÜς, τüπ’ ¶γγλου!
ΠÝλαγο μÝγ’, αλßμονον! βαρεß το καλυβÜκι·
Σε λßγην þρα ξÝσκεπα τα λßγα στÞθη μÝνουν·
AθÜνατÞ ’σαι, που, βροντÞ, ποτÝ δεν ησυχÜζεις;
ΠανερημιÜ της γνþρας μου, θÝλω μ’ εμÝ να κλÜψης.»

3.
Δεν τους βαραßν’ ο πüλεμος, αλλ’ Ýγινε πνοÞ τους,
κι’ εμπüδισμα δεν εßναι
Στες κορασιÝς να τραγουδοýν και στα παιδιÜ να παßζουν.

4.
Aπü το μαýρο σýγνεφο κι’ απü τη μαýρη πßσσα,

Aλλ’ Þλιος, αλλ’ αüρατος αιθÝρας κοσμοφüρος
O στýλος φανερþνεται, με κÜτου μαζωμÝνα
Tα παλληκÜρια τα καλÜ, μ’ απÜνου τη σημαßα,
Που μουρμουρßζει και μιλεß και το Σταυρüν απλþνει
Παντüγυρα στον üμορφον αÝρα της αντρεßας,
Kι’ ο ουρανüς καμÜρωνε, κι’ η γη χεροκροτοýσε·
KÜθε φωνÞ κινοýμενη κατÜ το φως μιλοýσε,
Kι’ εσκüρπα τα τρισεýγενα λουλοýδια της αγÜπης:
«¼μορφη, πλοýσια, κι’ Üπαρτη, και σεβαστÞ, κι’ αγßα!».

5.
Aπü την Üπειρην ερμιÜ τα μÜτια μαθημÝνα
XαμογελÜσαν κι’ Üστραψαν, κι’ εßπαν τα μαýρα χεßλη:
«Παιδß, στην πüρτα χαßρεσαι με τη βοÞ που στÝρνεις·
MπροστÜ, λαγÝ, στον κυνηγü, κατακαμπßς καπνßζεις·
ΓλÜρε, στρειδüφλουντσα ξερνÜς, αφρü, σαλιγκοκαýκι.»
Kαι τþρα δα, τ’ αρÜθυμο πÜτημ’ αργοπορþντας,
KατÜ το κÜστρο το μικρü πÜλε κοιτÜ, και σφßγγει,
Σφßγγει στενÜ τη σπÜθη του στο λαβωμÝνο στÞθος,
Π’ αγρßκα μÝσα την καρδιÜ μεγÜλη και τη θλßψη.

6.
O Πειρασμüς
¸στησ’ ο ¸ρωτας χορü με τον ξανθüν Aπρßλη,
Kι’ η φýσις ηýρε την καλÞ και τη γλυκιÜ της þρα,
Kαι μες στη σκιÜ που φοýντωσε και κλει δροσιÝς και μüσχους
AνÜκουστος κιλαúδισμüς και λιποθυμισμÝνος.
NερÜ καθÜρια και γλυκÜ, νερÜ χαριτωμÝνα,
Xýνονται μες στην Üβυσσο τη μοσχοβολισμÝνη,
Kαι παßρνουνε το μüσχο της, κι’ αφÞνουν τη δροσιÜ τους,
Kι’ οýλα στον Þλιο δεßχνοντας τα πλοýτια της πηγÞς τους,
TρÝχουν εδþ, τρÝχουν εκεß, και κÜνουν σαν αηδüνια.
¸ξ’ αναβρýζει κι’ η ζωÞ, σ’ γη, σ’ ουρανü, σε κýμα.
AλλÜ στης λßμνης το νερü, π’ ακßνητü ’ναι κι Üσπρο,
Aκßνητ’ üπου κι’ αν ιδÞς, και κÜτασπρ’ þς τον πÜτο,
Mε μικρüν ßσκιον Üγνωρον Ýπαιξ’ η πεταλοýδα,
Που ’χ’ ευωδßσει τς ýπνους της μÝσα στον Üγριο κρßνο.
AλαφροÀσκιωτε καλÝ, για πες απüψε τß ’δες·
Nýχτα γιομÜτη θαýματα, νýχτα σπαρμÝνη μÜγια!
Xωρßς ποσþς γης, ουρανüς και θÜλασσα να πνÝνε,
Oυδ’ üσο κÜν’ η μÝλισσα κοντÜ στο λουλουδÜκι,
Γýρου σε κÜτι ατÜραχο π’ ασπρßζει μες στη λßμνη,
MονÜχο ανακατþθηκε το στρογγυλü φεγγÜρι,
Kι’ üμορφη βγαßνει κορασιÜ ντυμÝνη με το φως του.

7.
¸ρμα ’ν’ τα μÜτια, που καλεßς, χρυσÝ ζωÞς αÝρα.

8.
Eις το ποßημα Ýν’ απü τα σημαντικüτερα πρüσωπα Þταν μßα κüρη, ορφανÞ, την οποßαν οι Üλλες πλÝον ηλικιωμÝνες γυναßκες εßχαν αναθρÝψει και την αγαποýσαν üλες ως θυγατÝρα τους. ΠÝφτει εις τον πüλεμον Ýνας των ενδοξοτÝρων αγωνιστÜδων, τον οποßον αυτÞ εßχε αγαπÞσει εις τον καιρüν της ευτυχßας· þστε απü το Üκρο της ελπßδας η καρδιÜ της βυθßζεται εις την λýπη· ευρßσκει üμως παρηγορßα κοιτÜζοντας τ’ αγαπημÝνα πρüσωπα και το υψηλü παρÜδειγμα των Üλλων γυναικþν. AυτÜ αρκοýν να διαφωτßσουν οπωσδÞποτε τοýτο το κομμÜτι, εις το οποßον η ενθουσιασμÝνη νÝα στρÝφεται νοερþς προς τον ¶γγελο, τον οποßον εßδε στ’ üνειρü της να της προσφÝρη τα φτερÜ του· γυρßζει Ýπειτα προς τες γυναßκες να τους ειπÞ, üτι αυτÞ τα θÝλει τα φτερÜ πραγματικþς, αλλ’ üχι για να φýγη, αλλÜ για να τα κρατÞ κλεισμÝνα εκεß κοντÜ τους και να περιμεßνη μαζß τους την þρα του θανÜτου. MετÜ ταýτα ανατρÝχει η φαντασßα της εις Üλλα περασμÝνα· πþς την επαρηγοροýσαν, ενþ εκεßτετο Üρρωστη, «οι ατÜραχες πνοÝς οι πολυαγαπημÝνες» των Üλλων γυναικþν οποý εκοιμοýνταν κοντÜ της· και τÝλος πþς εßχε ιδεß τον νÝον να χορεýη, εις τη χαρμüσυνη ημÝρα της νßκης.

¶γγελε, μüνον στ’ üνειρο μου δßνεις τα φτερÜ σου;
Στ’ üνομ’ Aυτοý που σ’ τÜπλασε, τ’ αγγειü τς ερμιÜς τα θÝλει.
Iδοý, που τα σφυροκοπþ στον ανοιχτüν αÝρα,
Xωρßς φιλß, χαιρετισμü, ματιÜ, βασßλισσÝς μου!
Tα θÝλω γω, να τÜχω γω, να τα κρατþ κλεισμÝνα,
Eδþ π’ αγÜπης τρÝχουνε βρýσες χαριτωμÝνες.
Kι’ Üκουα που ’λÝγετε: «Πουλß, γλυκιÜ ποýν’ η φωνÞ σου!»
AηδονολÜλειε στÞθος μου, πριν το σπαθß σε σχßση·
KαλÝς πνοÝς παρηγοριÜ στη βαριÜ νýχτα κι’ Ýρμη·
Mε σας να πÝσω στο σπαθß, κι’ Üμποτε νÜμαι πρþτη!
Tο στραβü φÝσι στο χορü τ’ Üνθια στ’ αυτß στολßζει,
Tα μÜτια δεßχνουν Ýρωτα για τον απÜνου κüσμο,
Kαι στη θωριÜ του εßν’ Ýμορφο το φως και μαγεμÝνο!

9.
Tα σπλÜχνα μου κι’ η θÜλασσα ποτÝ δεν ησυχÜζουν,
Kι’ üσα Üνθια θρÝφει και καρποýς τüσ’ Üρματα σε κλειοýνε.

10.
Φεýγω τ’ αλüγου την ορμÞ και του σπαθιοý τον τρüμο.
T’ ονεßρου μÜταια πιθυμιÜ, κι’ üνειρο αυτÞ ’ν’ η ßδια!
Eγýρισε η παρÜξενη του κüσμου ταξιδεýτρα,
Mοýπε με θεßο χαμüγελο βρεμÝνο μ’ Ýνα δÜκρυ:
Küψ’ το νερü στη μÜνα του, μπÜσ’ το στο περιβüλι,
Στο περιβüλι της ψυχÞς το μοσχαναθρεμμÝνο.

11.
Mßα των γυναικþν προσφεýγει εις το στοχασμü του θανÜτου ως μüνη σωτηρßα της με τη χαρÜ την οποßαν αισθÜνεται το πουλÜκι,

Oποý ’δε σκιÜς παρÜδεισο και τηνÝ χαιρετÜει
Mε του φτεροý το σÜλαγο και με κανÝναν Þχο,

εις τη στιγμÞν οποý εßναι κοπιασμÝνο απü μακρινü ταξßδι, εις τη φλüγα καλοκαιρινοý Þλιου.

12.
Kαι βλÝπω πÝρα τα παιδιÜ και τες αντρογυναßκες
Γýρου στη φλüγα π’ Üναψαν, και θλιβερÜ τη θρÝψαν
M’ αγαπημÝνα πρÜματα και με σεμνÜ κρεβÜτια,
Aκßνητες, αστÝναχτες, δßχως να ρßξουν δÜκρυ·
Kαι γγßζ’ η σπßθα τα μαλλιÜ και τα λιωμÝνα ροýχα·
ΓλÞγορα, στÜχτη, να φανÞς, οι φοýχτες να γιομßσουν.

13.
Eßν’ Ýτοιμα στην Üσπονδη πλημýρα των αρμÜτων
Δρüμο να σχßσουν τα σπαθιÜ, κι’ ελεýθεροι να μεßνουν
Eκεßθε με τους αδελφοýς, εδþθε με το χÜρο.

14.
(Mßα γυναßκα εις το γιουροýσι)
TουφÝκια τοýρκικα σπαθιÜ!
Tο ξεροκÜλαμο περνÜ.

15.
Σαν Þλιος οποý ξÜφνου σκει πυκνÜ και μαýρα νÝφη,
T’ üρος βαρεß κατÜραχα και σπßτια ιδÝς στη χλüη.

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Ç ¸îïäïò ôïõ Ìåóïëïããßïõ - Video

 

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Äñüìï íá ó÷ßóïõí ôá óðáèéÜ»

 

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «¢êñá ôïõ ÔÜöïõ»

 

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Ç èÝëçóÞ ìïõ âñÜ÷ïò»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «ÌçôÝñá Ìåãáëüøõ÷ç»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Áë' Þëéïò ìÝãáò êé Üóâçóôïò»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Ðåéñáóìüò»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Óôá ìÜôéá êáé óôï ðñüóùðï»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ÐïëéïñêçìÝíïé - Ã. Ìáñêüðïõëïò - «Ï ãéïò óïõ êñßíïò ìå äñïóéÜ»

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ðïëéïñêçìÝíïé - Ïé åëëçíßäåò ãõíáßêåò - áöÞãçóç: ÅéñÞíç ÐáððÜ

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

 

Åëåýèåñïé ðïëéïñêçìÝíïé - Óôï÷áóìüò -ôï ÷Üñáìá - áöÞãçóç: ÅéñÞíç ÐáððÜ

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ